Κάποτε στην Καλιφόρνια (Β)

Μια αστόχαστη αποκαθήλωση ή
Οι νέες αξίες του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ

δεύτερο μέρος

το πρώτο μέρος
(δ)        Ohlone ή Πώς να βρούμε τις χαμένες φυλές

Περνάμε επιτέλους στο τέταρτο σημείο του κατηγορητηρίου, «Ότι ο Κρόμπερ δήλωσε ότι οι Ohlone έχουν πολιτισμικά εξαλειφθεί, δήλωση που (υποτίθεται ότι) είχε φοβερές πολιτικές συνέπειες για τους ανθρώπους αυτούς». Εδώ θα αρκούσε ίσως να επαναλάβουμε αυτό που γράψαμε παραπάνω στο τέλος της παραγράφου (β), ότι αν π.χ. η αναγνώριση των πολιτικών δικαιωμάτων μιας ινδιάνικης ομάδας εξαρτιόταν αποκλειστικά ή κυρίως από το συνολικό έργο του Κρόμπερ, ή από το βιβλίο του τού 1925, τότε ο απολογισμός θα ήταν συντριπτικά υπέρ του. Στην πραγματικότητα, όμως, η όποια θέση του Κρόμπερ (και μάλιστα πολλές δεκαετίες πριν καν τεθεί το ζήτημα της αναγνώρισης των Ohlone, δηλ. πριν καν οι απόγονοί τους συγκροτηθούν σε ομάδα με στόχο την αναβίωση της κουλτούρας τους) ελάχιστη σχέση μπορεί να έχει με τη σύγχρονη έκβαση της υπόθεσής τους: η αίτηση για αναγνώριση των Muwekma Ohlone (της ομάδας που κυρίως εμπλέκεται στην αποκαθήλωση του Κρόμπερ) απορρίφθηκε το 2002 και ξανά το 2011. Όμως, στις επίσημες απορριπτικές αποφάσεις δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του Κρόμπερ, ούτε βέβαια το βιβλίο του 1925, αλλά εξετάζονται, με ικανοποιητικό ή όχι τρόπο, στοιχεία από το 1927 και τις επόμενες δεκαετίες (ως προς την τεκμηρίωση, ή μη, της συνέχειας της ομάδας αυτής) – επομένως, η στοχοποίηση του Κρόμπερ μοιάζει, αν όχι ακατανόητη, τουλάχιστον παράδοξη.

Αν έχω καταλάβει καλά, συσχετίζουν τη θέση του Κρόμπερ, το 1925, με μια απόρριψη, από το Γραφείο των Ινδιάνικων Υποθέσεων, της Verona Band (ομάδας τριάντα περίπου ατόμων που θεωρείται προγονική των Muwekma Ohlone), το 1927. Όμως η απόρριψη εκείνη ασχολείται μόνο με την οικονομική κατάσταση της ομάδας (λέει ότι, «προς το παρόν», δεν χρειάζεται αρωγή, δηλ. παροχή γης), ενώ η δήλωση του Κρόμπερ, σωστή ή λανθασμένη, αφορούσε μόνο την πολιτισμική τους υπόσταση. Όπως είδαμε μόλις, η απόρριψη της αναγνώρισης, τον 21ο αιώνα, έχει να κάνει με την τεκμηρίωση ή όχι της συνέχειας μεταξύ Verona Band και Muwekma Ohlone: αν η συνέχεια αυτή θεωρούνταν αποδειγμένη, η αναγνώριση θα είχε εξασφαλιστεί, ανεξάρτητα με το τι μπορεί να είχε ή να μην είχε γράψει ο Κρόμπερ πριν εκατό χρόνια.[1]

Εν πάση περιπτώσει, ας δούμε τι τρομερό είχε γράψει ο Κρόμπερ το 1925: «Από κάθε πρακτική άποψη (so far as all practical purposes are concerned) η ομάδα των Costanoans έχει εξαλειφθεί. Επιζούν λίγα σκόρπια άτομα, οι γονείς των οποίων ζούσαν εξαρτημένοι από τις ιεραποστολές του Σαν Χοσέ, του Σαν Χουάν Μπαουτίστα και του Σαν Κάρλος, έχουν όμως ανάμεικτη καταγωγή (mixed tribal ancestry) και ζουν σάμπως χαμένα πλάι σε άλλους Ινδιάνους ή άσημους Μεξικάνους. Στην καλύτερη περίπτωση, διατηρούν κάποια κατάλοιπα της προγονικής τους γλώσσας», όμως «έχουν εγκαταλείψει προ πολλού τον παλιό τρόπο ζωής τους». Καθώς έχει περάσει «σχεδόν ένας αιώνας από την εποχή που καταργήθηκε το σύστημα των ιεραποστολών και σχεδόν ενάμισης αιώνας από τη στιγμή που ξεκίνησε η εγκαθίδρυσή τους», το διάστημα αυτό «άρκεσε για να εξαλείψει τυχόν παραδοσιακές αναμνήσεις των προγονικών εθίμων, με εξαίρεση κάποια περιστασιακά θραύσματα γνώσης».[2]

Εδώ πρέπει να εξηγήσουμε ότι οι Costanoans (βλ. παρακάτω για το ζήτημα της ονομασίας) είχαν μαντρωθεί σε ιεραποστολές επί ισπανικής αποικίας, όχι χωρίς αντίσταση από μεριάς τους, η οποία όμως πατάχθηκε από τα ισπανικά στρατεύματα. Αυτό σήμαινε βίαιο εκχριστιανισμό, καταναγκαστική απομάκρυνση από τα έθιμα τους (που απαξιώθηκαν, στο σύνολό τους, σαν «ειδωλολατρικά») και υποχρεωτική χρήση της ισπανικής γλώσσας. Οι Costanoans περιορίστηκαν, στην ουσία, σε κοινότητες δουλοπάροικων, κάτω από την εξουσία μιας εικοσάδας ιεραποστολών – όμως με την ανεξαρτησία του Μεξικού ακόμα κι αυτές οι κοινότητες της δυστυχίας διαλύθηκαν, καθώς τη γη των ιεραποστολών τη σφετερίστηκαν διάφοροι κερδοσκόποι και τυχοδιώκτες. Με μια κουβέντα, η κουλτούρα των Costanoans είχε εντελώς αποσαθρωθεί πριν ακόμα από την «καλιφορνέζικη γενοκτονία», που συνέβη με την προσάρτηση της (Άνω) Καλιφόρνιας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από γεγονοτολογική άποψη, η αναφορά του Κρόμπερ μοιάζει κατά βάση σωστή για το 1925. Εκείνο που δεν μπορούσε να γνωρίζει ο Κρόμπερ είναι ότι, πολλές δεκαετίες μετά και μάλιστα μετά το θάνατό του, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60, οι απόγονοι των Costanoans θα συγκροτούσαν συλλογικότητες με στόχο μια αναβίωση του πολιτισμού τους. Με άλλα λόγια: η διαπίστωση του Κρόμπερ ήταν ακριβής από τη σκοπιά της σωστικής εθνογραφίας, τη βάραινε όμως το επιστημολογικό κουσούρι για το οποίο μιλήσαμε στην παράγραφο (β), ήταν δηλ. προβληματική από μια ευρύτερη πολιτισμική/πολιτική σκοπιά. Ως προς αυτό, η κριτική στον Κρόμπερ (και σε μεγάλο μέρος της ανθρωπολογίας του καιρού του) είναι καλόδεχτη – αλλ’ αυτό δεν έχει σχέση με τη δαιμονοποίησή του με κατά φαντασία κατηγορίες.[3]

Τώρα, ως προς την ονομασία: το όνομα Costanoans είναι αγγλική προσαρμογή του ισπανικού Costaños ή Costeños, «Παράκτιοι». Η γραμμή του Μπόας ήταν να μην χρησιμοποιούνται τέτοια εξώνυμα για τις ινδιάνικες κοινότητες και, όταν δεν υπήρχε ή δεν μπορούσε να εντοπιστεί η ονομασία που οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι έδιναν στον εαυτό τους, να τα αντικαθιστά η λέξη «άνθρωποι» στην αντίστοιχη γλώσσα (μεγάλο μέρος της ινδιάνικης ορολογίας έχει προκύψει μ’ αυτό τον τρόπο, π.χ. οι «γλώσσες Na-Dene» χρωστάνε το όνομά τους στις δυο λέξεις που σημαίνουν «άνθρωπος» στους δυο βασικούς κλάδους αυτής της γλωσσικής οικογένειας). Ο Κρόμπερ ακολουθούσε τον Μπόας αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως εξηγεί, καθώς υπήρχαν πολλές διαφορετικές λέξεις για τα «άνθρωπος» και «λαός» στις ποικίλες διαλέκτους τους, προτίμησε να διατηρήσει το καθιερωμένο όνομα, που τουλάχιστον προσδιορίζει σωστά τη γεωγραφική τους θέση.[4] Μεταγενέστεροι ανθρωπολόγοι χρησιμοποίησαν την ονομασία Ohlone (με ασαφή αλλά πάντως μη ινδιάνικη και μάλλον ισπανική ετυμολογία) και αυτή επικρατεί σήμερα στη βιβλιογραφία – όμως, στην πραγματικότητα, το όνομα αυτό αφορούσε μόνο μια τοπική ομάδα των Costanoans και μερικές από τις άλλες ομάδες δεν το αποδέχτηκαν. Οπότε, το ζήτημα της (συλλογικής) ονομασίας αυτών των ανθρώπων δεν έχει ακόμα διευθετηθεί και οι διάφορες ομάδες ακολουθούν διαφορετικές επιλογές: άλλες κρατάνε την παραδοσιακή πια ονομασία Costanoan, άλλες κρατούν την ονομασία Ohlone, άλλες χρησιμοποιούν κάποια ιδιαίτερη τοπική ονομασία (μοναδική για την κάθε ομάδα), π.χ. Tamien, τέλος οι απόγονοι των Costanoans στην πόλη του Σαν Φραντσίσκο (η ομάδα για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως), σ’ ένα συνδυασμό, διάλεξε την ονομασία Muwekma Ohlone (ωστόσο ονομαζόταν παλιότερα Costanoan Muwekma).[5]

Από τη σκοπιά του Τέταρτου Κόσμου, το πρόβλημα των Muwekma Ohlone έχει να κάνει με το πρόβλημα όλων των «μη παραδοσιακών» Ινδιάνων, που δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο, κατασκευασμένο κατά μεγάλο μέρος, των «γνήσιων αυτόχθονων». Σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποίησε η Μπεθ Ποβινέλι μιλώντας για τους Αυστραλούς Ιθαγενείς, πρόκειται για την «πανουργία της αναγνώρισης»:[6] οι ομάδες των αυτόχθονων, κυνηγώντας την πολυπόθητη αναγνώριση, αναγκάζονται να συμμορφωθούν αναδρομικά με τα αποικιοκρατικά κριτήρια της φυλής/tribe και να προβάλουν, προσθέτω εγώ, υπερβολικές «δηλώσεις αυθεντικότητας». Αυτό δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα: πρώτα-πρώτα, οι ίδιοι οι αυτόχθονες γνωρίζουν ασφαλώς, στο αρχικό επίπεδο, ότι υποχρεώνονται να παραστήσουν κάτι που δεν είναι, στη συνέχεια όμως αναγκάζονται να απωθήσουν τη γνώση αυτή – κι αυτό το είδος ψεύτικης συνείδησης τούς φορτώνει με άγχος και οδηγεί τελικά σε αισθήματα αυτοϋποτίμησης. Οι εξωτερικοί παρατηρητές, πάλι, τείνουν να θεωρούν αυτές τις «δηλώσεις αυθεντικότητας» προσπάθειες εξαπάτησης, συχνά με ταπεινά υλικά κίνητρα – και όσοι από αυτούς τους παρατηρητές είναι ήδη κακόπιστοι (για ρατσιστικούς ή άλλους λόγους) γενικεύουν αμέσως αυτό το συμπέρασμα σε όλες τις ιθαγενικές διεκδικήσεις. Το κράτος, τέλος, με το γνωστό, νηφάλιο και πατερναλιστικό ύφος του, ανακηρύσσεται τελικός κριτής της υπόθεσης (συνήθως μέσα από χρονοβόρες και αδιαφανείς διαδικασίες) και καμαρώνει προς όλες τις πλευρές για την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του, έχοντας πλύνει προκαταβολικά τα χέρια του.

Απέναντι στο ζήτημα αυτό, των «μη παραδοσιακών» Ινδιάνων και γενικά των αστικοποιημένων, «μιγαδοποιημένων», επιπολιτισμένων κλπ αυτόχθονων, καλό είναι να θυμηθούμε τις παρατηρήσεις του Τζέφρι Σίσονς, που ζητούσε να απαλλαγούν οι ιθαγενικοί αγώνες από το βραχνά της «καταπιεστικής αυθεντικότητας». Πράγματι, όπου τίθεται ζήτημα αυθεντικότητας, με οποιαδήποτε έννοια, ή καθαρότητας κλπ, οι αυτόχθονες θα βγαίνουν πάντα, στο τέλος και στο σύνολό τους, χαμένοι (ακόμα κι όταν, σπάνια, κερδίζει κάποιο πρόσκαιρο όφελος κάποια μικρή τους ομάδα) – κι ακόμα πιο χαμένοι οι υπό αμφισβήτηση αυτόχθονες, όπως είναι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δίχως ομοσπονδιακή αναγνώριση ινδιάνικες ομάδες.[7] Σε μια άλλη διατύπωση, μπορούμε να πούμε ότι θα ήταν καλύτερο για τους αυτόχθονες να δηλώσουν την κρεολικότητά τους – δηλ. να αποδεχτούν το γεγονός ότι είναι προϊόν μιας οδυνηρής βέβαια αλλά πάντως πολύπλοκης ιστορίας, που περιλαμβάνει, πέρα από το συναπάντημα με τους εισβολείς και την εξόντωσή τους από τους καταχτητές, την αντίστασή τους αλλά και την προσαρμογή τους στην αποικιοκρατική κατάσταση που είχε προκύψει στη συνέχεια, είτε στο πλαίσιο ευρωπαϊκών αποικιών είτε στο πλαίσιο εποικιακών κρατών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία κλπ. Η αναζήτηση κάποιας χαμένης αυθεντικότητας είναι εκείνη που όντως γίνεται εργαλείο αποκλεισμού, αφενός αποκλείοντας άμεσα όσους δεν ανταποκρίνονται στα εκάστοτε κριτήρια αυθεντικότητας και αφετέρου δημιουργώντας στους υπόλοιπους ένα μόνιμο αίσθημα ενοχής και ανεπάρκειας (ποτέ, όσα φτερά κι αν βάλουν στο κεφάλι τους κι όσους παραδοσιακούς χορούς κι αν μάθουν, δεν θα είναι αρκετά «αυθεντικοί»).[8] Το φταίξιμο δεν είναι δικό τους, προφανώς, αλλά ούτε και εκείνων των παρατηρητών που έχουν κατά καιρούς διαπιστώσει την κατάστασή τους – εκείνο που φταίει είναι το κριτήριο που απορρίπτουμε κατηγορηματικά εδώ, δηλ. η αναζήτηση αυθεντικότητας. Οι διαδικασίες αναβίωσης, το revival, είναι θεμιτές και μπορεί να αποδειχτούν ευεργετικές, αρκεί να γίνονται αντιληπτές σαν εκείνο που όντως είναι, όχι ανακάλυψη κάποιας χαμένης γνησιότητας, αυθεντικότητας, αθωότητας κλπ αλλά συνειδητές και δημιουργικές κατασκευές. Η συνειδητοποίηση αυτής της συνθήκης είναι, σε τελική ανάλυση, εκείνο που ονομάζουμε κρεολικότητα.[9]

Τη λύση μιας συνειδητής και θετικά προσδιορισμένης κρεολικότητας την έχουν προτείνει και άλλοι, όπως π.χ. ο Χένρι Ρέινολντς προς τους τασμανούς ιθαγενείς. Και πράγματι η περίπτωση της Τασμανίας έχει πολλές αναλογίες με την περίπτωση των Muwekma: υπάρχει μια γενοκτονία που εξόντωσε το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του ιθαγενικού πληθυσμού, ενώ οι λιγοστοί που σώθηκαν, οι σωσμένοι κι οι σωσμένες (ή «οι επιζώντες και οι επιζήσασες», αν επιμένετε στη νεοκαθαρεύουσα), αναγκάστηκαν να γίνουν κοινωνικά αόρατοι και να βιώσουν καταστάσεις που οι άλλοι στιγμάτιζαν σαν «μιγαδικές», υπάρχει κυρίως μια πολιτισμική γενοκτονία που εξαφάνισε το σύνολο σχεδόν του ιθαγενικού πολιτισμού, τα «ήθη και έθιμα», τις τελετές, τις δοξασίες κλπ, αφήνοντας στους απογόνους μόνο λιγοστές κι αόριστες αναμνήσεις, υπάρχει επίσης ο αφανισμός της γλώσσας, είτε άμεσα επιβεβλημένος και δραστικός (όπως στις ιεραποστολές ή στα ειδικά σχολεία) είτε σταδιακός και εκ των πραγμάτων (όπως στις βορειαμερικάνικες ή αυστραλιανές κοινωνίες). Υπάρχει τέλος, σε πιο πρόσφατες εποχές και ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60, η δημόσια επανεμφάνιση των απογόνων αυτών των ιθαγενών, ο σχηματισμός συλλογικοτήτων, η δυναμική διεκδίκηση δικαιωμάτων και η προσπάθεια για αναβίωση στοιχείων του πολιτισμού, της γλώσσας συμπεριλαμβανομένης.[10] Κοινό στοιχείο ακόμα και οι διαμάχες μεταξύ διαφόρων ομάδων ιθαγενών, διαμάχες που ίσως να πυροδοτούνται από αυτή την «περίεργη» κατάσταση. Στην καλιφορνέζικη περίπτωση, π.χ., άλλες ομάδες (Tamien Nation, Ramaytush Ohlone, κ.ά.) κατηγορούν τους Muwekma Ohlone ότι θέλουν να μονοπωλήσουν την παράδοση Costanoan/Ohlone (και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή) και ότι, στην προσπάθειά τους αυτή, αμφισβητούν ή υποτιμούν τις υπόλοιπες ομάδες που επικαλούνται την ίδια παράδοση. Αυτό δείχνει ότι το παιγνίδι αναγνώρισης/μη αναγνώρισης που παίχτηκε αρχικά ανάμεσα στο κράτος και τους αυτόχθονες αναπαράγεται ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ιθαγενών, οι οποίες τελικά παρασύρονται σ’ έναν ανταγωνισμό αυθεντικότητας.
          Η προφανής διαφορά είναι ότι, στην Καλιφόρνια, αυτό το στάτους «χαμένης φυλής» αφορά μόνο τους απογόνους των Costanoans, και ορισμένους άλλους ακόμα μα όχι όλους τους καλιφορνέζους ιθαγενείς, ενώ στην Τασμανία όλοι οι αυτόχθονες θεωρήθηκαν «εξαφανισμένοι» κι αυτή η εξαφάνιση θεωρήθηκε τετελεσμένο γεγονός απ’ όλο τον κόσμο.[11]

(ε)        Περί προγραμματικής αμνησίας ή Πώς η ανθρωπολογία πριόνισε τα πόδια της

Μπροστά στην αποκαθήλωση του Κρόμπερ και μετά τη λυπηρή απουσία αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θα έπρεπε να θεωρούνται οι πνευματικοί του κληρονόμοι, η Αμερικάνικη Ανθρωπολογική Εταιρεία, η ΑΑΑ (American Anthropological Association), αντέδρασε με τυπικά διαφωτιστικό τρόπο: σκέφτηκε ότι πρέπει να θεραπεύσει την άγνοια (τουλάχιστον στις γραμμές των νεαρών ανθρωπολόγων ή υποψήφιων ανθρωπολόγων) και, στην ετήσια συνάντησή της, οργάνωσε μια ημερίδα αφιερωμένη στον Κρόμπερ (19 Νοεμβρίου 2021).[12] Άγια σκέψη και καλή πρωτοβουλία, ίσως όμως να είναι ανεπαρκής γενικότερα – το πρόβλημα είναι μάλλον ευρύτερο από την περιστασιακή έλλειψη γνώσεων ή και την ενδεχόμενη ανοησία ορισμένων ατόμων, ή ακόμα και από τυχόν υστεροβουλίες.

Παραμένοντας στον ανθρωπολογικό χώρο, εκείνο που τρομάζει είναι μια, θα έλεγα, προγραμματισμένη ή καταστατική «αμνησία» του κλάδου. Ο γέρο-Σάλινς αναρωτιόταν: «Γιατί ένας αιώνας εθνογραφίας, από πρώτο χέρι, της πολιτισμικής διαφοράς αγνοείται σήμερα στην εκπαίδευση και στην εργασία των ανθρωπολόγων;», κι ακολουθούσε ένας μακρύς κατάλογος με πασίγνωστα και πολυσυζητημένα, κάποτε, εθνογραφικά μοτίβα τα οποία «δεν ξέρουν» τώρα οι «πτυχιούχοι του κλάδου».[13] Κατά τα φαινόμενα, αγνοούν επίσης και την ιστορία της επιστήμης τους και τα μεγάλα ονόματα των προηγούμενων εποχών (πέρα από τις συμβατικές και συνοπτικές πληροφορίες σε τυποποιημένα εγχειρίδια). Το κακό είναι ότι αυτή η άγνοια μοιάζει οργανωμένη και επιθυμητή: δηλώνουν περήφανοι που δεν ασχολούνται με παλιατζούρες, με απαρχαιωμένες γνώσεις και παρωχημένους συγγραφείς – κατά σύμπτωση, ο ίδιος ο Κρόμπερ είχε σχολιάσει κάπου, σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα, εκείνους για τους οποίους «το πιο σημαντικό γνώρισμα μιας σκέψης είναι το πόσο πρόσφατη είναι».[14] Η περιφρόνηση αυτή περιλαμβάνει, όπως επισήμανε ο Μάρσαλ Σάλινς, και μεγάλο μέρος του περιεχομένου της επιστήμης τους. Στη θέση όλων αυτών έρχεται μια νεφελώδης και πολύ αφηρημένη θεωρία («french theory», για να το πω σχηματικά κι αμερικάνικα) – κι ασφαλώς δεν είναι κακό να είναι κανείς «θεωρητικά ενημερωμένος» (όπως λένε), αλλά αναρωτιέσαι πάνω σε ποιο υλικό θα μπορούσε να εφαρμοστεί, να δοκιμαστεί, να εξελιχθεί, η θεωρία αυτή, που τείνει συχνά στην αυτοαναφορικότητα. Η ανθρωπολογία (όπως και οι συναφείς της κλάδοι) έχει κι αυτή σκελετούς στο ντουλάπι και σκοτεινά σημεία (ξεκινώντας από τη σχέση της με την αποικιοκρατία και την κρατική εξουσία γενικότερα), όμως η κριτική εξέταση του παρελθόντος αυτού δεν είναι το ίδιο με την υπεροπτική λήθη. Δεν μπορεί να υπάρχει κριτική αμνησία.

Ο Σάλινς σχολίαζε επίσης ότι, αν οι παλαιότερες ανθρωπολογικές γνώσεις θεωρούνται ξεπερασμένες και άχρηστες, με μόνο επιχείρημα το πέρασμα του χρόνου, τότε και οι σημερινές θα ξεχαστούν κι αυτές μετά από ένα ανάλογο διάστημα: «Δεν ξέρω για τη Βρετανία, όμως στην Αμερική πολλοί μεταπτυχιακοί φοιτητές στην ανθρωπολογία δεν ενδιαφέρονται καθόλου για άλλες εποχές και άλλους τόπους. […] Έτσι, αν συνεχίσουν σ’ αυτό το δρόμο κι αν αυτό γίνει αρχή στην ανθρωπολογική έρευνα, πενήντα χρόνια μετά κανείς δε θα δίνει την παραμικρή προσοχή στο έργο που κάνουν τώρα. Ίσως κάτι να ξέρουν».[15]

(στ)      Απολογισμός ενός εκκαθαριστικού τεχνάσματος ή Μήπως η βλακεία είναι πάντα αντικινηματική;

Μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε, μετά από πενήντα χρόνια, έστω το 2075, ποιοι άραγε από μας κι από τους φίλους μας θα θεωρηθούν «ρατσιστές» (ή τρέχα γύρευε τι), με βάση ποιος ξέρει ποια μελλοντικά κριτήρια, ή ίσως επειδή δεν χρησιμοποιούμε (τώρα) τις λέξεις που θα θεωρηθούν (τότε) σωστές ή τις σωστές αντωνυμίες, κλπ… Αν η ανησυχία ακούγεται υπερβολική, σκεφτείτε πως ούτε ο Κρόμπερ ούτε οι συγκαιρινοί του, φίλοι κι εχθροί, θα μπορούσαν να φανταστούν, 60 ή 70 χρόνια πριν, τη μεταχείριση που θα είχε σήμερα.

Ακολουθώντας το δάσκαλό του, τον Μπόας, ο Κρόμπερ πίστευε ότι το βασικό όφελος από τη μελέτη της ανθρωπολογίας είναι η καταπολέμηση του εθνοκεντρισμού. Ως προς αυτό, οι Αμερικάνοι ήταν και είναι πάντα ανάμεσα σε κείνους τους λαούς που θα είχαν να κερδίσουν τα περισσότερα από μια τέτοια διαδικασία, καθώς ελάχιστα συνειδητοποιούν τον όχι και αμελητέο εθνοκεντρισμό τους, πιστεύοντας ότι τα εθνοκεντρικά τους στοιχεία είναι είτε έμφυτα ανθρώπινα γνωρίσματα είτε η κορωνίδα της προόδου, την οποία οι υπόλοιποι δεν την έχουν φτάσει ακόμα. Πέρα όμως από εθνοκεντρικός, αυτός ο αμερικάνικος τρόπος σκέψης αποδεικνύεται και παροντοκεντρικός: είμαστε, λένε, πολύ πιο έξυπνοι από τους κουτούς γονιούς μας και τους ακόμα πιο κουτούς παππούδες μας – χωρίς να αναρωτιούνται τι σημαίνει αυτό για την κρίση που θα δώσουν για μας τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Αλλά, όπως σε όλους τους παροντισμούς (βλ. και όσα λέγονται στην προηγούμενη παράγραφο), δεν υπάρχει πραγματικό μέλλον: το μέλλον (θα) είναι μια αέναη επανάληψη του παρόντος. Πριν όμως κοροϊδέψουμε τους Αμερικάνους από τη σκοπιά της παλιάς, καλής και ιστορικής ή γέρικης Ευρώπης, ας θυμηθούμε ότι όλος ο κόσμος έχει γίνει, σε κάποιο βαθμό, Αμερική και ότι στον τομέα αυτό, όπως και σε άλλους, η αμερικανοποίηση προχωράει πολύ γρήγορα.

Εκείνο πάντως που χτυπάει άμεσα στο μάτι στην υπόθεση αυτή, η αυτονόητη διάστασή της, είναι το, πώς να το πούμε… έστω, το ινδιάνικο ξέπλυμα του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ. Όπως και άλλα φημισμένα αμερικάνικα πανεπιστήμια, το καλιφορνέζικο πανεπιστήμιο έχει κι αυτό διάφορες σκοτεινές κηλίδες στο παρελθόν του (κι όχι μόνο σε σχέση με τους Ινδιάνους) και, όπως κι εκείνα, ανησυχεί για κάθε κυματισμό που απειλεί να ρυτιδώσει την επικοινωνιακή του πρόσοψη, για κάθε σκιά στον επικοινωνιακό του καθρέφτη. Ένας κριτικός και σε βάθος έλεγχος του παρελθόντος αυτού θα ήταν οδυνηρός κι ίσως επικίνδυνος, π.χ. θα μπορούσε να έχει πολιτικά συμπεράσματα που δεν χωρούν στο ανώδυνο και χαρούμενο αφήγημα που επιδιώκεται – πολύ πιο απλή μέθοδος, απεναντίας, αποδείχτηκαν π.χ. κάποιες συμβολικές μετονομασίες, από τη στιγμή που υπήρχε ένα κοινό έτοιμο να τις πανηγυρίσει. Αυτή η προφανής πλευρά έχει επισημανθεί (και) από διάφορους πανεπιστημιακούς. Ο Γκλέιζιερ, ας πούμε, αφού την έχει σχολιάσει σαφώς, επικροτεί μεν την προηγούμενη αφαίρεση άλλων, όντως προβληματικών ονομάτων από πανεπιστημιακά κτίρια του Μπέρκλεϊ (π.χ. των δουλοκτητών αδελφών ΛεΚοντ), αλλά παρατηρεί ότι η εξάλειψη του ονόματος του Κρόμπερ είναι ακριβώς το αντίθετο: «διαστρεβλώνει την ιστορία επινοώντας τη συνενοχή του σε επαίσχυντα συμβάντα».[16] Από τη δική του πλευρά, ο Άντριου Γκάρετ, ιστορικός γλωσσολόγος στο Μπέρκλεϊ, αναρωτιέται: «Πώς ένας σθεναρός αντίπαλος του ρατσισμού και υπερασπιστής των ιθαγενικών δικαιωμάτων στην εποχή του μπόρεσε να γίνει σύμβολο των αποτυχημένων σχέσεων του πανεπιστημίου με τις ιθαγενικές κοινότητες; Εκείνο που παραβλέφτηκε ήταν το σημαντικότερο έργο του Κρόμπερ: οι συνεργασίες του με αυτόχθονες σε ολόκληρη την Καλιφόρνια για να καταγραφούν οι γλώσσες τους και οι ιστορίες τους» – για να καταλήξει κι αυτός στο ίδιο συμπέρασμα: «Αντί να προχωρήσει σε κριτική εξέταση του δικού του παρελθόντος, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας βρήκε πιο βολικό να εξαλείψει απλώς το όνομα του Kroeber Hall».[17]

Ανεξάρτητα όμως από τα επικοινωνιακά τεχνάσματα των πανεπιστημιακών θεσμών, σε τελική ανάλυση το ενδιαφέρον εστιάζεται στην άλλη πλευρά, στους δικούς μας, σε κείνους που αρχικά έδωσαν την αφορμή, ή και την έμπνευση, για να στηθεί αυτή η εκκαθαριστική επιχείρηση ενώ εκ των υστέρων την επικύρωσαν και την έκαναν αποτελεσματική. Από τη σκοπιά του ιθαγενικού κινήματος, λοιπόν, μιλάμε για σοβαρό στρατηγικό αλλά και ταχτικό σφάλμα. Το κέρδος από την τυπική αναγνώριση ενός ιστορικού παραπτώματος (την ομολογία μιας ρατσιστικής, αποικιοκρατικής κλπ πολιτικής), έστω κι αν συνοδεύεται από κάποια υλικά οφέλη (π.χ. ποσοστώσεις ή οτιδήποτε), δεν μπορεί να έχει σαν αντίτιμο τη στρέβλωση της ίδιας αυτής ιστορίας – μεταξύ άλλων γιατί έτσι παραβλέπονται οι αιτίες, οι πραγματικές δυνάμεις που βρίσκονταν πίσω από το παράπτωμα αυτό. Αλλά ακόμα κι αν αναζητούσε κανείς αποδιοπομπαίους τράγους, η επιλογή του Κρόμπερ για το ρόλο αυτό είναι ιδιαίτερα άστοχη – και ασφαλώς θα ήταν πολύ κυνικός εκείνος που θα δήλωνε ότι προτιμάει τους ζωντανούς και επιδραστικούς καιροσκόπους από τους νεκρούς και ξεχασμένους αλληλέγγυους. Η μνήμη μπορεί να είναι από τη φύση της επιλεκτική αλλ’ αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί ή πρέπει να είναι εντελώς πλαστή ή να φτιάχνεται όπως λάχει κι όπως βολεύει. Η ταυτότητα, από μόνη της, δεν αποτελεί επιχείρημα – το να είσαι Ινδιάνος δεν δίνει απαραίτητα κάποιο προνομιακό τρόπο για να αξιολογήσεις τον Κρόμπερ ή το οτιδήποτε: πρέπει να στοιχειοθετήσεις την κρίση σου όπως και κάθε άλλος. Υπάρχει μάλιστα ο κίνδυνος τέτοιες απερίσκεπτες δράσεις ή αυθαίρετες κι υστερόβουλες κρίσεις να αποξενώσουν και να απαξιώσουν το ιθαγενικό κίνημα. Οι αντιρρήσεις μου, τέλος, δεν έχουν να κάνουν με την εικονοκλαστική διάσταση της καθαίρεσης ενός μνημείου, με τη βεβήλωση ή την εξάλειψη μιας καθιερωμένης κι επίσημης ονομασίας, κοκ. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι η εικονοκλασία χωρίς τεκμηρίωση, ή ακόμα χειρότερα ενάντια στα τεκμήρια, μια τυφλή επίθεση δίχως βαθύτερη σκέψη και βασισμένη σε φήμες, βλάπτει και συκοφαντεί τον υγιή βανδαλισμό που βάζει, με ώριμη συνείδηση, στο στόχαστρο π.χ. το άγαλμα ενός φιλάνθρωπου δουλέμπορου, ενός πογκρομιστή αντισημίτη ή ενός χασάπη στρατηγού.

tetartoskosmos@gmail.com

σημειώσεις

[1] Από την άλλη, επιστρέφοντας στο σήμερα, ίσως να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στη μετονομασία του Kroeber Hall και τη σχεδιαζόμενη τότε μεταφορά στο κτίριο αυτό του «Cafe Ohlone», εστιατορίου των ohlone σεφ Louis Trevino και Vincent Medina, που δηλώνει ότι προσφέρει κουζίνα Ohlone. Η εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε το 2022.

[2] A. L. Kroeber, Handbook of the Indians of California, σελ. 464 (διαθέσιμο εδώ). Ως προς τις χρονολογίες, ας σημειώσουμε ότι το magnum opus του Κρόμπερ δημοσιεύτηκε μεν το 1925 αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε ήδη ολοκληρωθεί το 1918.

[3] Μια παράλειψη που θα μπορούσαμε να χρεώσουμε στον Κρόμπερ είναι ότι, όταν συγκέντρωνε τα στοιχεία της εθνογραφίας του, δεν ασχολήθηκε παράλληλα με την ιστορική τεκμηρίωση της εξόντωσης των καλιφορνέζων ιθαγενών. Ο ίδιος πάντως είχε δηλώσει επανειλημμένα ότι το καθήκον αυτό έπεφτε σε ιστορικό, όχι σε ανθρωπολόγο, και, κυρίως, ότι «δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει την οδύνη που θα συνόδευε οποιαδήποτε αναλυτική εξέταση του αφανισμού των ιθαγενικών πληθυσμών της Καλιφόρνιας», βλ. π.χ. Jack Glazier, «The Kroeber‑Ishi Story: Three Cinematic Versions» (2022), στο Bérose – Encyclopédie internationale des histoires de l‘anthropologie, Παρίσι (Bérose: article 2550.html), σελ. 5. (Παρενθετικά, το άρθρο αυτό περιλαμβάνει μερικές εύστοχες επισημάνσεις για τη σχέση μεταξύ Ίσι και Κρόμπερ.)

[4] Ό.π., σελ. 462.

[5] Για την υπόθεση Costanoans / Ohlone, σε σχέση με τον Κρόμπερ, από μια σκοπιά ευρύτερη και εν πάση περιπτώσει μάλλον διαφορετική από αυτή που παρουσιάζεται εδώ, βλ. Nicholas Barron, «Alfred Kroeber’s Handbook and Land Claims: Anthros, Agents, and Federal (Un)Acknowledgment in Native California» (2022), στο Bérose – Encyclopédie internationale des histoires de l’anthropologie, Παρίσι (Bérose : article2551.html ).

[6] Elizabeth Povinelli, The Cunning of Recognition: Indigenous Alterities and the Making of Australian Multiculturalism, Duke University Press, 2002.

[7] Βλ. Jeffrey Sissons, Πρώτοι Λαοί. Οι αυτόχθονοι πολιτισμοί και το μέλλον τους, μτφ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2006, κυρίως το κφ. 2, «Καταπιεστική αυθεντικότητα». Βλ. επίσης την εισαγωγή στο βιβλίο αυτό: Ν. Κούρκουλος, «Το ιθαγενικό ζήτημα σήμερα» (διαθέσιμη επίσης εδώ).

[8] «Η καταπιεστική αυθεντικότητα λειτουργεί κατ’ αρχήν σαν ένας μηχανισμός αποκλεισμού: όσοι δεν μπορούν να ταξινομηθούν με βεβαιότητα σε μια απ’ τις δύο κατηγορίες –“ιθαγενής” ή “έποικος”– γίνονται άνθρωποι “εκτός τόπου”. Δεν ανήκουν στο επίσημο σχήμα των πραγμάτωνˑ είναι νόθοι, πλαστοί και πολύ συχνά καταντούν μια αποκλεισμένη μέση κατάσταση» (Jeffrey Sissons, ό.π., σελ. 65).

[9] Για την έννοια της κρεολικότητας, όπως διαμορφώθηκε από το ομώνυμο κίνημα στην Καραϊβική, βλ. Εγκώμιο της κρεολικότητας των Patrick Chamoiseau, Raphaël Confiant και Jean Bernabé.

[10] Οι τασμανοί ιθαγενείς (κοινότητα Palawa) κατασκεύασαν μια σύγχρονη τασμανική γλώσσα (palawa kani), χρησιμοποιώντας και συνδυάζοντας το σωσμένο υλικό από διάφορες τασμανικές γλώσσες (που θεωρούνται, στην περίπτωση αυτή, διάλεκτοι), προχωρώντας αναλογικά, ίσως και με κάποια φαντασία, και προσαρμόζοντάς την στη σύγχρονη εποχή. Με σχεδόν ανάλογο τρόπο, η ομάδα Muwekma Ohlone ξεκίνησε, στις αρχές τούτου του αιώνα, προσπάθειες για την αναβίωση της γλώσσας Chochenyo, της οποίας ο τελευταίος φυσικός ομιλητής πέθανε το 1934. Πρόκειται όμως, ουσιαστικά, για μια αναδημιουργία της με βάση τα σωζόμενα στοιχεία, που στην προκειμένη περίπτωση (αν και σαφώς περισσότερα απ’ ό,τι για τις τασμανικές γλώσσες) παραμένουν ανεπαρκή, ίσως επειδή η γλώσσα αυτή δεν είχε βρει κάποιον ερευνητή με τη μεθοδικότητα και την εργατικότητα του Κρόμπερ.

[11] Για όλες τις αναφορές στους τασμανούς ιθαγενείς και γενικά στην τασμανική περίπτωση, βλ. Οι δαίμονες της Τασμανίας.

[12] Τα εν λόγω κείμενα είναι διαθέσιμα (στα αγγλικά) στη γαλλική ιστοσελίδα Bérose, «διεθνή εγκυκλοπαίδεια των ιστοριών της ανθρωπολογίας». Παραπέμπουμε, στις εδώ υποσημειώσεις, σε τρία από αυτά – όλα όμως στάθηκαν χρήσιμα.

[13] «Πού έχουν πάει όλοι εκείνοι οι πολιτισμοί;», στο Marshall Sahlins, Τι στο …Φουκό;!, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021.

[14] A. L. Kroeber, «A Yurok War Reminiscence: The Use of Autobiographical Evidence» (1945), Southwestern Journal of Anthropology 1(3), σελ. 318-332.

[15] «Συνάφεια», στο Marshall Sahlins, Τι στο …Φουκό;!, ό.π.

[16] Jack Glazier, «The Kroeber‑Ishi Story», ό.π.

[17] Από την παρουσίαση του βιβλίου: Andrew Garrett, The Unnaming of Kroeber Hall. Language, Memory, and Indigenous California, που πρόκειται να εκδοθεί το Δεκέμβρη.

Εικονογράφηση: Πέντε ιστορικές απεικονίσεις παραλιακών Ινδιάνων της Καλιφόρνιας από τον Louis Choris, καλλιτέχνη μιας ρώσικης αποστολής του 1816, δυο φωτογραφίες από σύγχρονες εκδηλώσεις των Ohlone, μια ηχογράφηση του Μπόας, ο χορός του ελαφοτόμαρου των Hupa (φωτογραφία του A. W. Ericson, γύρω στο 1900) και πέντε φωτογραφίες από το αρχείο του Ανθρωπολογικού Μουσείου του Μπέρκλεϊ: πλέξιμο καλαθιών, τρεις Ινδιάνοι (οι μοχάβε Achora Hanyava και Jack Jones και ο σαλίναν Pedro Encinales), η γιούροκ Alice Frank Spott, τέσσερα ινδιανόπουλα πάνε σχολείο το 1907, κι ένας σοφός των Γιούροκ, ο «Stone» – τέλος, δυο ακόμα σύγχρονες φωτογραφίες.