Κάποτε στην Καλιφόρνια (Α)

Μια αστόχαστη αποκαθήλωση ή
Οι νέες αξίες του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ

πρώτο μέρος

(α)        Kroeber Hall ή Μα πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό;

Μερικές φορές τα βέλη έρχονται απ’ τους δικούς μας – από αδεξιότητα, θολωμένη στόχευση ή έλλειψη κριτικής ικανότητας. Οι Αμερικάνοι έχουν επιπλέον μια δική τους παράδοση στην πολιτική αφέλεια, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίσιμο ρόλο πρέπει να έπαιξε και η άγνοια. Παρά την αρχική αμηχανία που προκαλούν οι καταστάσεις αυτές, δεν είναι σωστό, νομίζω, να μένουν χωρίς απάντηση ή σχολιασμό – ακόμα περισσότερο όταν προέρχονται από φιλικές δυνάμεις. Ο δισταγμός έχει να κάνει με δυο επιφυλάξεις: η μία είναι ο φόβος μήπως παρασυρθείς σε ακόμα μία από αυτές τις ενδοκινηματικές διαμάχες, τόσο φαρμακερές όσο και κούφιες, που αποτελούσαν πάντα την κατάρα του χώρου αλλά πρόσφατα έφτασαν σε απίστευτο βάθος. Η άλλη, πραχτικά σπουδαιότερη, είναι ότι κινδυνεύεις να βρεθείς «να ουρλιάζεις μαζί με τους λύκους» – εννοώ ότι υπάρχει περίπτωση να σε περιτριγυρίσουν οι εν λόγω λύκοι, κουνώντας το κεφάλι, με «φιλικές» διαθέσεις και συγκαταβατικές φράσεις («Είδατε; Εγώ σας τάλεγα!» κλπ). Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Καμία συμπόνια δε νιώθω για το πρόβλημα του ταλαίπωρου «λευκού άντρα», κατά φαντασία αδικημένου, και καμία συμπάθεια δεν τρέφω για την προβληματική που έχουν αναπτύξει ποικίλες νεοσυντηρητικές σχολές, παλιότερες και πιο πρόσφατες, σχετικά με την «πολιτική ορθότητα» ή για οτιδήποτε άλλο.

Καλιφόρνια, Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, ερημιά, μέσα στη στιγμή της πανδημίας, Γενάρης του 2021. Kroeber Hall, Κτίριο Κρόμπερ, το οποίο στεγάζει το Τμήμα Ανθρωπολογίας και το Μουσείο Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου. Ο Άλφρεντ Κρόμπερ[1] ήταν ο ιδρυτής του ανθρωπολογικού τμήματος, το 1901, και συνέχισε να δουλεύει εκεί ως τη συνταξιοδότησή του, το 1946. Ήταν επίσης έφορος του Μουσείου για σχεδόν είκοσι χρόνια και για άλλα είκοσι χρόνια διευθυντής του. Δεν ήταν λοιπόν περίεργο που, το 1960, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του στα 84, στο νέο τότε κτίριο που στέγασε στο εξής τα δύο αυτά ιδρύματα δόθηκε το όνομά του. Αυτό το όνομα όμως έγινε σήμερα πέτρα σκανδάλου και, το Γενάρη του 2021, οι εργάτες ξηλώνουν τα γράμματα που το σχηματίζουν. Τι είχε συμβεί; Φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν με μια (μη δημόσια) επιστολή, υπογραμμένη από 20 μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, που ζητούσε αυτή την ατιμωτική αποκαθήλωση, προβάλλοντας, ανάμεσα σε συζητήσιμους χαραχτηρισμούς, βασικά τέσσερα επιχειρήματα:

  1. Ότι ο Άλφρεντ Κρόμπερ ακολούθησε ερευνητικές πρακτικές που πάντα θεωρούνταν ανάρμοστες από πολλούς Ιθαγενείς Αμερικανούς και που σήμερα η κοινωνία τις θεωρεί αξιοκατάκριτες και έχουν απαγορευτεί.
  2. Ότι ο Κρόμπερ και οι συνάδελφοί του ασχολήθηκαν με τη συλλογή των κατάλοιπων Ιθαγενών Αμερικανών προγόνων, που πάντα ήταν εσφαλμένη και σήμερα απαγορεύεται. Αυτό περιλαμβάνει τη συλλογή καταλοίπων και ιερών ταφικών αντικειμένων Ιθαγενών Αμερικανών προγόνων και άλλων Αυτόχθονων από τους τάφους τους, χωρίς συγκατάθεση από τις φυλές ή τους απογόνους των Αυτόχθονων.
  3. Ότι ο Κρόμπερ κακομεταχειρίστηκε έναν Ιθαγενή Αμερικανό που επέζησε από γενοκτονία, τον οποίο τοποθέτησε σαν ζωντανό έκθεμα στο μουσείο του πανεπιστημίου. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο Κρόμπερ στον Ιθαγενή Αμερικανό που γνωρίζουμε με το όνομα Ίσι αλλά και ο χειρισμός των καταλοίπων του θεωρούνται βάναυσοι, εξευτελιστικοί και ρατσιστικοί.
  4. Ότι ο Κρόμπερ δήλωσε ότι οι Ohlone έχουν πολιτισμικά εξαλειφθεί, δήλωση που (υποτίθεται ότι) είχε φοβερές πολιτικές συνέπειες για τους ανθρώπους αυτούς.

(Να πούμε αμέσως ότι τα τρία πρώτα σημεία είναι, με την ευγενέστερη διατύπωση, απολύτως ανακριβή, ενώ το τέταρτο σημείο περιέχει μια κερματισμένη αλήθεια. Στις επόμενες παραγράφους θα προσπαθήσουμε να τα ανασκευάσουμε ενώ θα σταθούμε περισσότερο στο τελευταίο σημείο, επειδή παραπέμπει σ’ ένα ενδιαφέρον –για μας– ζήτημα.)

Παράλληλα με την επιστολή αυτή, ξεκίνησε μια υπόγεια εκστρατεία συκοφάντησης, σε χώρους όπου δεν απαιτείται ιδιαίτερη τεκμηρίωση (από φοιτητικές εφημερίδες μέχρι λήμματα της wikipedia), όπου ανάμεσα σε άλλα χοντρά ψέματα διαβάζουμε ότι ο Κρόμπερ ήταν «αποικιοκράτης», «ινδιανοκτόνος», «ρατσιστής», «οπαδός της λευκής υπεροχής», «ένας αντι-ιθαγενής (anti-indigenous) ανθρωπολόγος» και «συνεχιστής της καλιφορνέζικης γενοκτονίας» (!), συγκροτώντας αυτό που η Νάνσι Σέπερ-Χιουζ ονόμασε, μετριοπαθώς, «μια αντιδιανοούμενη και λαϊκιστική επίθεση στον Κρόμπερ». Η πρυτανεία παράπεμψε στο θέμα σε μια (ανώνυμη) Επιτροπή Επανεξέτασης της Ονομασίας των Κτιρίων («Building Name Review Committee»), που αποφάσισε εναντίον του Κρόμπερ, αφού πρώτα ζήτησε τη γνώμη του λαού: τοποθετήθηκαν 595 άτομα, χωρίς να υπάρχει κάποιο σώμα (όπως στα, χμ, χαλαρής δομής ελληνικά κόμματα που θέλουν να δείξουν «πολύ δημοκρατικά»), φοιτητές, καθηγητές, διοικητικοί, κάτοικοι της πόλης, περαστικοί, όλοι ανάκατα (και, κατά πλειοψηφία, ανώνυμα), και ψήφισαν κατά 85% υπέρ της αποκαθήλωσης. Οι περισσότεροι, λέει η Νάνσι Σέπερ-Χιουζ, δεν πρέπει να γνώριζαν ποιος ήταν ο Κρόμπερ, κάτι που πρέπει δυστυχώς να ισχύει και για την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής (το γεγονός ότι, στα σχόλια πολλών από τους «ψηφοφόρους», επαναλαμβάνονται οι χαραχτηρισμοί που αναφέραμε παραπάνω μαρτυράει τις πηγές της βιαστικής τους ενημέρωσης). Το Τμήμα Ανθρωπολογίας, επίσης, προς μεγάλη του ντροπή, έδωσε κατά πλειοψηφία την έγκρισή του, «με την πεποίθηση ότι αυτή η χειρονομία θα έφερνε διοικητική οικονομική υποστήριξη στο τμήμα» (πάλι κατά την Σέπερ-Χιουζ).

Στην ανακοίνωση της τελικής απόφασης, η πρυτάνισσα Κάρολ Κριστ έγραψε ότι οι απόψεις και τα γραφτά του Κρόμπερ «βρίσκονται σαφώς σε αντίθεση με τις αξίες του πανεπιστημίου μας περί συμπερίληψης και με την πεποίθησή μας ως προς την προαγωγή της διαφορετικότητας και της αριστείας»,[2] σοβαροφανής ασυναρτησία που θυμίζει λόγια καθιερωμένων πολιτικών και που εν πάση περιπτώσει δε μοιάζει να αφορά πράγματι τον Κρόμπερ. Πρόσθεσε ότι η αφαίρεση του ονόματος του Κρόμπερ «θα βοηθούσε το Μπέρκλεϊ να αναγνωρίσει ένα προβληματικό μέρος της ιστορίας μας, υποστηρίζοντας τη διαφορετικότητα της σημερινής ακαδημαϊκής κοινότητας». Όταν πιέστηκε, η πρυτάνισσα επικαλέστηκε τελικά την ανάγκη για «καλύτερες σχέσεις με τις αυτόχθονες αμερικάνικες κοινότητες» (καλός και άγιος σκοπός που όμως δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με υπερβολές, ανακρίβειες και με αποδοχή κατά φαντασία κατηγοριών) ενώ πρόσθεσε πόσο συγκινήθηκε όταν έμαθε (πρόσφατα, αφήνεται να εννοηθεί) την οδυνηρή ιστορία των Ινδιάνων της Καλιφόρνιας. Ωραία, αλλά πώς, αναρωτιέται η Νάνσι Σέπερ-Χιουζ, «πώς μπόρεσε να θεωρηθούν ρατσιστικά η ζωή και το έργο του Κρόμπερ; Δεν μπορώ να καταλάβω από πού πηγάζει αυτή η άποψη».[3] Μα πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό;

Στη συνέχεια, σε ορισμένα ΜΜΕ, το θέμα παρουσιάστηκε κατάλληλα, π.χ. επιστρατεύτηκε η πιο καομπόικη φωτογραφία του Κρόμπερ που είναι διαθέσιμη, μια που φοράει πλατύγυρο καπέλο, παίζοντας με τα στερεοτυπικά μοτίβα του προοδευτικού γουέστερν (Κακός Καομπόης vs Καλοί Ινδιάνοι), ενώ και δεν έλειψαν και απίθανοι τίτλοι που μιλούσαν για «ανθρωπολόγο, του οποίου το όνομα συμβολίζει αποκλεισμό»! Έτσι ακριβώς, αλλά σε μα εποχή που οι ακαδημαϊκοί έχουν χάσει το μπούσουλα, τι απαίτηση να έχεις από δημοσιογράφους;

(β)        Ο Κρόμπερ στην Καλιφόρνια ή Αποκαθηλώνοντας την αποκαθήλωση

Μαθητής του Μπόας, ο Κρόμπερ είχε σταθερή θέση ενάντια στον βιολογικό ρατσισμό. Και οι δύο έδειξαν ότι η έννοια της φυλής/race δεν είχε νόημα –ότι ήταν μια τεχνητή κατηγορία, μια κοινωνική κατασκευή που απόρρεε από τις ρατσιστικές θεωρίες του 19ου αιώνα– με απλά λόγια, ότι η «ράτσα» δεν υπάρχει. Από την άλλη, είναι πασίγνωστη η καταστατική αντίθεση της μποασιανής σχολής στον εξελικτισμό, επομένως και στα ποικίλα είδη πολιτισμικού ρατσισμού που απορρέουν από αυτόν («ανώτεροι» και «κατώτεροι» πολιτισμοί, «πρωτόγονοι» και «πολιτισμένοι», κλπ). Δάσκαλος και μαθητής, επίσης, εναντιώθηκαν σταθερά στην ευγονική, ψευδοεπιστήμη που είχε μεγάλη πέραση στις Ηνωμένες Πολιτείες της εποχής, καθώς και στην αθλιότητα των τεστ IQ. Στην πραγματικότητα, ο Μπόας και ο κύκλος του είχαν σχηματίσει ένα ρεύμα ριζοσπαστικής σκέψης ενάντια στον αμερικάνικο ρατσισμό – ανάμεσα στους μαθητές του Μπόας βρίσκουμε τις Ρουθ Μπένεντικτ και Μάργκαρετ Μιντ,[4] όπως και τη Ζόρα Νιλ Χέρστον, σημαντική προσωπικότητα της Αναγέννησης του Χάρλεμ.

Η εθνογραφία του 20ού αιώνα, ιδίως του πρώτου μισού του, είχε κατά πολύ μεγάλο μέρος σωστικό χαραχτήρα (αυτό ισχύει και για την μποασιανή εθνογραφία). Ανθρωπολόγοι έτρεχαν σε λαούς και πληθυσμούς, που είχαν ζήσει ως τότε σε σχετική, μεγαλύτερη ή μικρότερη, απομόνωση, για να καταγράψουν όσο πιο λεπτομερειακά μπορούσαν τον πολιτισμό τους και τη γλώσσα τους, που θεωρούσαν ότι βρίσκονταν σε απειλή. Αυτή η απειλή γινόταν αντιληπτή με ποικίλους τρόπους, είτε σαν ανάμειξη με άλλους πολιτισμούς ισχυρότερων από υλική ή πολιτική άποψη λαών, είτε σαν ισοπέδωση από ένα δυτικό (ευρωαμερικάνικο) πολιτισμό που έτεινε να παγκοσμιοποιηθεί με όχημα την αποικιοκρατία και/ή τον καπιταλισμό. Ανεξάρτητα με το αν έβλεπαν εδώ, σαν αποτέλεσμα, τη μεταμόρφωση των παλιών πολιτισμών μέσω επιπολιτισμού ή την πλήρη εξάλειψη των «κατώτερων» ή «πρωτόγονων» πολιτισμών, θεωρούσαν πάντως ότι η διαδικασία αυτή ήταν λίγο-πολύ αναπόφευκτη και μη αναστρέψιμη. Καθήκον της ανθρωπολογίας ήταν λοιπόν η καταγραφή όλου αυτού του υπό εξαφάνιση υλικού, η διάσωσή του σε ένα οικουμενικό αρχείο που θα αποτελούσε πλούτο της ανθρωπότητας. Οι αποικιακές διοικήσεις, όπως και οι κυβερνήσεις των εποικιακών κρατών που περιλάμβαναν αυτόχθονους πληθυσμούς, έβλεπαν εδώ, πιο ωμά και πιο πραχτικά, ένα επιστημονικό εργαλείο που όφειλε να βοηθήσει το θεάρεστο έργο τους. Η σχέση αυτή γνώρισε πολλές διακυμάνσεις και παραλλαγές. Τελικά, το κράτος κατάληξε να εκμεταλλεύεται οπορτουνιστικά και κατά περίπτωση τους ανθρωπολόγους (παραμερίζοντάς τους όταν ήταν λιγότερο συνεργάσιμοι, επειδή έτειναν να ταυτίζονται συναισθηματικά με τους ανθρώπους που μελετούσαν και να υπερασπίζονται, εντελώς άκαιρα, τα συμφέροντά τους), συνολικά πάντως τους έδινε δευτερεύουσα σημασία.
     Ωστόσο, από τη φύση των επιδιώξεών της, η σωστική ανθρωπολογία βαρύνεται με κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί επιστημολογικό ελάττωμα: δείχνει εξ ορισμού μικρότερη σημασία σε κοινότητες επιπολιτισμένων ιθαγενών, φτάνοντας στο σημείο να τις αγνοεί όταν κρίνει ότι απέχουν πολύ από την αρχέγονη («αυθεντική») κατάσταση που αναζητεί: επειδή δεν ελπίζει να εντοπίσει σ’ αυτούς τα στοιχεία εκείνα που θέλει να διασώσει, ή επειδή τα όποια στοιχεία τυχόν εντοπιστούν θα είναι τόσο ανακατεμένα («μολυσμένα») με στοιχεία άλλων πολιτισμών που δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς της, και μάλιστα θα προκαλούν σύγχυση. Το επιστημολογικό αυτό κουσούρι σχετίζεται με το τέταρτο σημείο των κατηγοριών κατά του Κρόμπερ, επομένως θα επανέλθουμε.

Στην Καλιφόρνια, όπου ο Κρόμπερ έφτασε μισό αιώνα μετά την προσάρτησή της στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον γοργό αφανισμό των ιθαγενών που την ακολούθησε, ο σωστικός χαραχτήρας της ανθρωπολογίας ήταν ακόμα περισσότερο τονισμένος και εμφανιζόταν σαν επείγουσα ανάγκη. Αρχικά, οι Ινδιάνοι της Καλιφόρνιας ήταν κατακερματισμένοι σε πάμπολλες και ολιγάριθμες ομάδες, με περίπλοκες και ασαφείς καταγωγικές και γλωσσικές σχέσεις μεταξύ τους – ο Κρόμπερ μάλιστα ήταν εκείνος που έμελλε να επινοήσει τον όρο «tribelet», υποκοριστικό της φυλής/tribe, για να δηλώσει αυτόν τον τύπο κοινωνικής οργάνωσης. Ο ίδιος υπολόγισε ότι υπήρχαν περισσότερες από 500 τέτοιες ομάδες στην Καλιφόρνια τη στιγμή της προσάρτησής της (1848) και ότι ο πληθυσμός τους ήταν, συνολικά, πάνω από 130.000, ενώ άλλες εκτιμήσεις μιλούσαν για ακόμα μεγαλύτερο συνολικό πληθυσμό. Η κατάσταση αυτή αντιστοιχούσε σε μια πληθώρα μικροπολιτισμών, που το μέγεθός τους τούς έκανε ακόμα πιο ευάλωτους όταν ήρθε η καταστροφή. Εκείνο που αντίκρισε ο Κρόμπερ ήταν το τοπίο μετά την καταστροφή: πολλοί από τους πολιτισμούς αυτούς είχαν ήδη εξαφανιστεί μαζί με τους φορείς τους, για πολλούς άλλους μπορούσε να καταγράψει μόνο μια ονομασία, λιγοστές αόριστες πληροφορίες και πότε πέθανε ο τελευταίος ομιλητής της αντίστοιχης γλώσσας. Υπήρχαν όμως ακόμα πολυάριθμες ινδιάνικες κοινότητες, σκορπισμένες, συρρικνωμένες, κακοζωισμένες, ταλαιπωρημένες αλλά ακόμα ζωντανές, μερικές φορές μόλις λίγες δεκάδες άτομα σε ραγδαία πολιτισμική αποδιάρθρωση. Κατάλαβε ότι ήταν, για πολλούς, η τελευταία ευκαιρία για να διασωθούν, να καταγραφούν κάποια στοιχεία τους –η γλώσσα πάνω απ’ όλα– κι ότι η επόμενη γενιά δεν θα είχε αυτή τη δυνατότητα, αφιέρωσε λοιπόν τη ζωή του σ’ αυτό κυρίως το έργο. Η καλιφορνέζικη εθνογραφία βασίζεται ακόμα και σήμερα, κατά μεγάλο μέρος, στον ογκώδη τόμο (χίλιες σελίδες) που παρουσίασε ο Κρόμπερ το 1925 (Handbook of the Indians of California), με πολυάριθμα έργα, πριν και μετά, να τον υποστηρίζουν.

Τώρα, ως προς το κατηγορητήριο: ο Κρόμπερ είχε μικρή σχέση με την αρχαιολογία και, εν πάση περιπτώσει, δεν εμπλέχθηκε ποτέ με ανασκαφές σε ινδιάνικους τάφους, ούτε έκανε ποτέ «συλλογή καταλοίπων Ιθαγενών Αμερικανών και ιερών ταφικών αντικειμένων». Το αστείο είναι ότι τα «κατάλοιπα και τα ιερά ταφικά αντικείμενα» που υπάρχουν στο Πανεπιστημιακό Μουσείο (που στεγάζεται όπως είπαμε στο ίδιο κτίριο), τα είχε αγοράσει και δωρίσει η Φίμπι Χερστ, της οποίας το όνομα φέρει το εν λόγω μουσείο, από το 1991 (Phoebe A. Hearst Museum of Anthropology), όνομα που κανένας δεν διανοήθηκε να το πειράξει. Αλλά για τους χορηγούς, τους χρηματοδότες και τους «ευεργέτες» ισχύουν άλλα μέτρα και σταθμά – ή άλλες «αξίες», για να μιλήσω σαν την πρυτάνισσα Κριστ.[5] Οι ερευνητικές πρακτικές του Κρόμπερ δεν θεωρήθηκαν ποτέ «ανάρμοστες» από τους πληροφορητές του ή από τους ανθρώπους των κοινοτήτων που μελέτησε. Απεναντίας, δούλευε πλάι-πλάι με τους καλιφορνέζους ιθαγενείς πληροφορητές του, αναγνώριζε τη συνδρομή τους, τους αναφέρει αναλυτικά στα έργα του, ενθάρρυνε επίσης ορισμένους από αυτούς να γράψουν και να δημοσιεύσουν οι ίδιοι.[6] Ο Κρόμπερ είχε πράγματι την αίσθηση της «δημόσιας ανθρωπολογίας», σ’ έναν καιρό που η έννοια αυτή δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα, βρίσκουμε τέλος στο βιογραφικό του μια διάλεξη του 1909, σε μια λέσχη του Σαν Φραντσίσκο, για «τις αδικίες σε βάρος των Καλιφορνέζων Ινδιάνων», κι αυτό σε μια εποχή που κανείς δε μιλούσε για «καλιφορνέζικη γενοκτονία» – μεταξύ άλλων επειδή ο όρος «γενοκτονία» δεν είχε ακόμα φτιαχτεί.

Από την άλλη, αν κάποιος έλεγε στον Κρόμπερ, ας πούμε το 1925, ότι κάποιοι καλιφορνέζικοι πολιτισμοί θα μπορούσαν να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα, και μάλιστα να γνωρίσουν μια αναβίωση και μια νέα άνθηση, μάλλον θα τον αντιμετώπιζε με δυσπιστία. Στα τέλη της ζωής του, όμως, η πιθανότητα αυτή είχε προβάλει ξεκάθαρα κι ο ίδιος την αναγνώρισε. Το 1952, υποβλήθηκε στην αρμόδια επιτροπή (Indian Claims Commission) η υπόθεση «Ινδιάνοι της Καλιφόρνιας εναντίον Ηνωμένων Πολιτειών» και ο Κρόμπερ δέχτηκε να υποστηρίξει την πλευρά των ιθαγενών, μετά από πρόσκλησή τους: αποδείχτηκε σύντομα ότι ήταν ο βασικός μάρτυρας. Ο γέρο-Άλφρεντ, που είχε πια περάσει τα 75 του χρόνια, κατάθετε μπροστά στην επιτροπή για ένα δεκαήμερο, τρεις ώρες τη μέρα, εντυπωσίασε για το καθαρό μυαλό που διατηρούσε και απόκρουσε κάμποσες στρεψοδικίες της αντίθετης πλευράς. Υπόβαλε αναλυτικούς χάρτες και αναλυτικά στοιχεία, όταν όμως του ζητήθηκε (ίσως σαν μια ακόμα παγίδα) να υποδείξει στο χάρτη σε ποια κομμάτια γης είχαν δικαιώματα οι Ινδιάνοι της Καλιφόρνιας απάντησε: «Σε όλη τη γη. Προφανώς, σε ολόκληρη την Καλιφόρνια».[7] Η υπόθεση κερδήθηκε – έστω κι αν ο αγώνας είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του. Η παρέμβαση του Κρόμπερ, ασυνήθιστη ακόμα στους ανθρωπολόγους του καιρού του, απρόθυμους να μπλέξουν με την πολιτική (και μάλιστα στην αντίθετη προς την κυβέρνηση πλευρά), δημιούργησε στη συνέχεια μια παράδοση.
     Δεν μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι η αναγνώριση των ινδιάνικων δικαιωμάτων οφείλεται, αποκλειστικά ή κυρίως, στον Κρόμπερ (η ουσιαστική προσφορά του ήταν το ίδιο το εθνογραφικό του έργο, η διάσωση ενός τεράστιου υλικού – πάνω στο οποίο μπόρεσαν μεταγενέστερα να πατήσουν τόσο οι ινδιάνικες διεκδικήσεις όσο και οι προσπάθειες για αναβίωση). Ο Κρόμπερ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη (νομική αλλά και ηθική) δικαίωση της υπόθεσης τη δεκαετία του ’50, όμως η επίσημη αναγνώριση και τα όποια πρακτικά οφέλη κερδήθηκαν δεκαετίες αργότερα. Και οφειλόταν, ευρύτερα, σε μια αλλαγή νοοτροπιών και κλίματος μέσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όμως ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν ο αγώνας των ίδιων των Ινδιάνων. Ο αγώνας των Ινδιάνων, όχι τόσο στην Καλιφόρνια όσο σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως εκεί που υπήρχαν μεγαλύτερες, πιο συμπαγείς και συνειδητοποιημένες ινδιάνικες ομάδες. Όμως, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, όπως δεν μπορεί να χρεώνεται, αποκλειστικά ή κυρίως, στον Κρόμπερ η αναγνώριση δεκάδων «φυλών» (αναγνώριση στην οποία απλώς βόηθησε), έτσι δεν μπορεί να χρεώνεται, αποκλειστικά ή κυρίως, στον Κρόμπερ η μη αναγνώριση της μίας ινδιάνικης ομάδας – για την οποία βλ. παρακάτω (στο δεύτερο μέρος).

(γ)        Ishi ή Οι δυστυχίες του τελευταίου των Μοϊκανών

Η ιστορία του Ίσι έχει ήδη παρουσιαστεί στον Τέταρτο Κόσμο. Οπότε, εδώ θα μας απασχολήσει μόνο σε σχέση με τις κατηγορίες εναντίον του Κρόμπερ. Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο τελευταίος της φυλής των Γιάχι (δηλ. δεν είχε πού να πάει, αλλά και δεν μπορούσε να μιλήσει με κανένα, τουλάχιστον ώσπου να ξεπεραστεί το γλωσσικό φράγμα – ώσπου να μάθουν οι άλλοι κάπως τη γλώσσα του, ώσπου να μάθει ο ίδιος λίγα αγγλικά), η λύση που πρόσφερε ο Κρόμπερ, να μείνει στο πανεπιστημιακό μουσείο, ήταν μάλλον η καλύτερη δυνατή. Για την ακρίβεια, ο Ίσι εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα που είχε στη διάθεσή του ο Κρόμπερ εκεί, πλάι στο γραφείο του, όπου του παραχωρήθηκε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Άλλωστε, για να αναλάβει την «κηδεμονία» του, ο Κρόμπερ είχε ζητήσει να είναι ο Ίσι όσο ήταν εφικτό «ανεξάρτητος», έτσι η «φιλοξενία» του συμπληρώθηκε τελικά με την πρόσληψή του στη θέση του βοηθού επιστάτη. Ο Ίσι πήρε στα σοβαρά αυτή τη δουλειά, κατανόησε γρήγορα την αξία του βδομαδιάτικου μισθού του κι έμαθε να τον διαχειρίζεται με σύνεση. Επιπλέον, ο Ίσι φιλοξενήθηκε κατά διαστήματα στο σπίτι του ίδιου του Κρόμπερ, κι ακόμα συχνότερα στο σπίτι του συνεργάτη του, του Τομ Γουότερμαν, με τον οποίο ο Ίσι απόχτησε στενότερη φιλία. Ασφαλώς ο Ίσι δεν θεωρήθηκε ποτέ, ούτε τυπικά ούτε στην πράξη, απόκτημα ή έκθεμα του πανεπιστημιακού μουσείου. Ως προς τις περίφημες κυριακάτικες επιδείξεις, πρέπει να πούμε ότι αυτές γίνονταν με τη συγκατάθεση του Ίσι, που μάλιστα τις απολάμβανε: όχι μόνο επειδή επιζητούσε την κοινωνικότητα αλλά κι επειδή, όπως του άρεσε να μαθαίνει πράγματα, του άρεσε επίσης να διδάσκει τους άλλους και χαιρόταν που ο κόσμος έδειχνε ενδιαφέρον για τις γνώσεις του. Του άρεσε ιδιαίτερα να δείχνει στους άλλους τα μυστικά της τοξοβολίας και να επιδεικνύει την ικανότητά του στον τομέα αυτό. Είναι αλήθεια ότι αυτές οι επιδείξεις θα έπαιρναν σήμερα άλλη μορφή και θα τις λέγαμε σεμινάρια ή εργαστήρια τοξοβολίας. Ανάμεσα στις πολλές πρωτοβουλίες που πήρε από μόνος του ο Ίσι ήταν οι σχεδόν καθημερινές του επισκέψεις στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο, όπου ασκούσε κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του θεραπευτή, τραγουδώντας ή ψιθυρίζοντας ευχές στους ασθενείς – στους οποίους φαίνεται ότι ήταν δημοφιλής. Με την ευκαιρία αυτή είχε δηλώσει την απέχθειά του για τις εγχειρίσεις και τις νεκροψίες («πολύ κακή ιατρική!»). Ο Κρόμπερ ασφαλώς δεν θεωρούσε «άγριο» τον Ίσι, θαύμαζε την ευστροφία του και την ικανότητά του για προσαρμογή και είχε δηλώσει ότι τον έβρισκε εξυπνότερο από τους περισσότερους φοιτητές του. Τέλος, ο Ίσι είχε καταλάβει γρήγορα τι ζητούσαν από αυτόν οι ανθρωπολόγοι και είχε συμφωνήσει να τους παρουσιάσει τραγούδια, ιστορίες και άλλες πληροφορίες για τη ζωή των Γιάχι, γνωρίζοντας ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρηθούν – κράτησε όμως μυστικά κάποια πράγματα, είτε επειδή έτσι του επέβαλλε η κουλτούρα του είτε επειδή έτσι θέλησε ο ίδιος.

Τη στιγμή του θανάτου του Ίσι (από φυματίωση) ο Κρόμπερ έλειπε στην Ανατολική Ακτή, τηλεγράφησε όμως την αντίθεσή του στην ιδέα της νεκροψίας (την οποία ο Ίσι είχε δηλώσει σαφώς ότι δεν επιθυμεί) με όρους που δεν επιτρέπουν αμφιβολίες: «Ας πάει στο διάβολο η επιστήμη. Πρέπει να υποστηρίζουμε τους φίλους μας» («If there is any talk about the interests of science, say for me that science can go to hell. We propose to stand by our friends»). Ο Κρόμπερ, που είχε χάσει, τρία χρόνια νωρίτερα κι επίσης από φυματίωση, την πρώτη του γυναίκα, έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και μάλιστα αποστασιοποιήθηκε για κάποιο διάστημα από την ανθρωπολογία. Αλλά και αργότερα, αρνιόταν να γράψει ένα βιβλίο για τον Ίσι, όπως του ζητούσαν, δηλώνοντας ότι αυτό θα του προκαλούσε μεγάλο πόνο. Τελικά, σαν συμβιβαστική λύση, το βιβλίο για τον Ίσι το έγραψε η δεύτερη γυναίκα του, η Τέοντορα Κρακάου Μπράουν, στηριγμένη ασφαλώς στα σημειωματάρια του συζύγου της.[8]

Σύγχρονοι ακτιβιστές, Ινδιάνοι και άλλοι, έχουν εκφράσει απογοήτευση από την ηττοπαθή ή υποτακτική (πιστεύουν) στάση του Ίσι: μα γιατί δεν το ’σκασε από τους ανθρωπολόγους; Η ερώτηση αυτή μού φαίνεται αφελής, για να μην πω ότι δείχνει έλλειψη ενσυναίσθησης με την πιο απλή σημασία της λέξης: αδυναμία να σκεφτείς τον εαυτό σου στη θέση του άλλου, μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Όπως γράφτηκε παραπάνω, δεν είχε πού να πάει και με ποιον να μιλήσει. Ακόμα όμως κι αν πιστεύαμε, εντελώς ξεκάρφωτα, ότι ο Ίσι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να πάρει ξανά τα βουνά και ν’ αρχίσει μόνος του αντάρτικο ενάντια στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας, ο ίδιος ο Ίσι είχε εξηγήσει για ποιους λόγους, «θρησκευτικούς» ας πούμε, ή εν πάση περιπτώσει κουλτουρικούς, δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Πράγματι, είχε για καιρό αρνηθεί να επιστρέψει, έστω και με συνοδεία, στις ερημιές των παλιών του περιπλανήσεων, επειδή πίστευε ότι εκεί τριγυρνούσαν τώρα τα πνεύματα των τελευταίων του συγγενών, παραπονεμένα επειδή είχε σταθεί αδύνατο, εκ των πραγμάτων, αφού είχε απομείνει μόνο αυτός, να τους προσφέρει τις σωστές ταφικές τελετές.

(συνεχίζεται)

tetartoskosmos@gmail.com

Τις τελευταίες μέρες αναγγέλθηκε, για το Δεκέμβρη, η έκδοση ενός βιβλίου για την υπόθεση αυτή: Andrew Garrett, The Unnaming of Kroeber Hall. Language, Memory, and Indigenous California. Ο συγγραφέας είναι ιστορικός γλωσσολόγος στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ.

σημειώσεις

[1] Alfred Louis Kroeber: Αν και έχω ακολουθήσει μέχρι τώρα την απόδοση «Κρέμπερ», σύμφωνα με τη γερμανική καταγωγή του ονόματος και του ανθρώπου (δηλ. με το πρώτο ε στρογγυλεμένο), γράφω εδώ «Κρόμπερ» σύμφωνα με τη συχνότερη προφορά του στις ΗΠΑ. Συνηθισμένα προβλήματα με τα ονόματα μεταναστών, πάντως άλλαξα την επιλογή μου επειδή έμαθα ότι έτσι το προτιμούσε ο άμεσα ενδιαφερόμενος.

[2] Για το πόσο ρηχή είναι η έννοια της «αριστείας» έχουμε γράψει πρόσφατα. Όσο για τις «αξίες», όπως χρησιμοποιούνται συνήθως στον σύγχρονο πολιτικό λόγο (π.χ. δυο ηγέτες συναντιούνται «για να συζητήσουν τις κοινές αξίες τους», ή πάλι, «οι ευρωπαϊκές αξίες» κλπ), μπορεί να είμαστε βέβαιοι ότι όποιος χρησιμοποιεί τον όρο, πέρα από την υποκρισία του, δηλώνει ότι δεν έχει καθόλου αρχές και είναι ικανός για το οτιδήποτε.

[3] Nancy Scheper–Hughes, «Goodbye Kroeber, Kroeber Hall, and the Man We Know as Ishi» (2022) , στο Bérose – Encyclopédie internationale des histoires de l’anthropologie, Παρίσι (Bérose: article2565.html).

[4] Ας σημειώσουμε παρενθετικά ότι, σε κάποιου είδους συμμετρία, μέσα στις τελευταίες δεκαετίες η Μάργκαρετ Μιντ αποτελεί αγαπημένο στόχο των νεοσυντηρητικών, που έχουν ριχτεί σε μια χυδαία συκοφαντική εκστρατεία εναντίον της.

[5] Αυτό μας θυμίζει ότι τα περισσότερα πανεπιστημιακά κτίρια (αλλά και πανεπιστημιακές έδρες, βιβλιοθήκες κλπ) στις Ηνωμένες Πολιτείες φέρουν τα ονόματα διάφορων πάμπλουτων δωρητών (που έφτιαξαν την περιουσία τους με τους τρόπους που φαντάζεστε). Το Kroeber Hall ήταν ένα από τα ελάχιστα πανεπιστημιακά κτίρια που είχε το όνομα ενός διεθνώς καθιερωμένου επιστήμονα (που μάλιστα είχε σχέση τόσο με το αντικείμενο όσο και με τα ιδρύματα που στεγάζονται εκεί).

[6] Για τον παπάγκο Χουάν Ντολόρες και τον γιούροκ Ρόμπερτ Σποτ, βλ. το κείμενο της Ούρσουλας Λε Γκουίν («Ινδιάνοι θείοι», στο Ursula K. Le Guin, Το κύμα μέσα στο μυαλό, μτφ. Β. Αρδίτη & Ν. Κούρκουλος, Στάσει εκπίπτοντες, 2019), που βασίζεται στην ομιλία της στον εορτασμό των εκατό χρόνων του Τμήματος Ανθρωπολογίας, το 2001, σε μια εποχή που το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ είχε, φαίνεται, διαφορετικές αξίες από τις σημερινές.

[7] Το μάλλον πανούργο επιχείρημα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (που είχε προσλάβει κι αυτή κάποιους νεαρούς ανθρωπολόγους, και μάλιστα πρώην μαθητές του Κρόμπερ, για να έχουν επαφή με το αντικείμενο) ήταν ακραία οικονομίστικο («οικολογικό», το έλεγαν τότε): αφού υπολόγιζαν πρώτα, αρκετά αυθαίρετα, τους πόρους που κυρίως χρησιμοποιούσε μια ινδιάνικη κοινότητα για να ζήσει, διαπίστωναν μετά ότι αυτοί κάλυπταν π.χ. το 20% της περιοχής τους, ενώ στο υπόλοιπο έδαφος «σπάνια πατούσαν». Το κάπως κουφό συμπέρασμα ήταν ότι, από το κατά κοινή ομολογία έδαφος μιας «φυλής», μόνο το 20% ήταν «πραγματικά δικό της», αφού επαρκούσε για το βιοπορισμό της – το υπόλοιπο μπορούσε να θεωρηθεί terra nullius!

[8] «Ο [αρχαιολόγος] Ρόμπερτ Χάιζερ είχε την τέλεια ιδέα να αναθέσει το έργο αυτό στη μητέρα μου, που δεν είχε γνωρίσει τον Ίσι, που δεν είχε σταθεί ποτέ φίλη του, που δεν ήταν ανθρωπολόγος, που δεν ήταν άντρας, και που μπορούσες να την εμπιστευτείς ότι θα έβρισκε τις σωστές λέξεις, αν κάποιος το μπορούσε», σύμφωνα με τη μαρτυρία της Ούρσουλας Λε Γκουίν («Ινδιάνοι θείοι», στο ίδιο).

Εικονογράφηση: Καλιφορνέζικο καλάθι (από το εξώφυλλο της σύγχρονης έκδοσης του Handbook of the Indians of California), τρία επίκαιρα από αμερικάνικα μμε, πέντε φωτογραφίες του Άλφρεντ Κρόμπερ (στη μία με την Τέοντορα Κρακάου Μπράουν, σε μια άλλη με τον ινδιάνο Ρόμπερτ Σποτ –σημαντική φυσιογνωμία των Γιούροκ– και τον ψυχαναλυτή Έρικ Έρικσον), τρεις μάλλον ύστερες φωτογραφίες του Ίσι και η φαρέτρα του, τέλος ένα ακόμα καλιφορνέζικο καλάθι (των Γιούροκ).