Για τη ντροπή

Πέντε ασκήσεις συγκριτικής φονολογίας

1
Είναι θαυμαστό το πώς οι Γερμανοί (μιλάμε για τη ναζιστική Γερμανία, κι όταν λέμε «οι Γερμανοί» εννοούμε την πλειοψηφία μάλλον των τότε Γερμανών, ή έστω ένα πολύ σημαντικό ποσοστό τους, τους γερμανούς πατριώτες, τους γερμανούς νοικοκυραίους, ή όπως το λέγανε τότε), είναι λοιπόν θαυμαστό το πώς οι Γερμανοί, μπροστά στο «πρόβλημα» των εβραίων, που βάδιζε προς την τελική λύση, θεωρούσαν ότι οι ίδιοι βρίσκονταν σε άμυνα, ότι είχαν δεχτεί μια διεστραμμένη και ύπουλη επίθεση, ότι κινδύνευε η εθνική τους υπόσταση – επομένως ήταν υποχρεωμένοι να αντιδράσουν δυναμικά και να εφαρμόσουν κάποια μέτρα, που σε άλλες περιστάσεις θα τα θεωρούσαν θλιβερά. Εδώ, και σε διαρκή κλιμάκωση, περιλαμβάνονταν π.χ. η απέλαση και η κατάσχεση περιουσίας, ο εγκλεισμός σε γκέτο και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, η ομαδική εκτέλεση και τελικά η βιομηχανικά προγραμματισμένη εξόντωση ενός ολόκληρου πληθυσμού. Όλ’ αυτά είχαν ανατεθεί σε μια σειρά από ειδικά σώματα και μονάδες, όπως πρέπει να γίνονται τα πράγματα σε ένα καλά οργανωμένο κράτος, ενώ οι απλοί Γερμανοί περιορίζονταν στο να προσφέρουν ηθική υποστήριξη στην επιχείρηση, να εξοργίζονται με τα θύματα και να καταπνίγουν απέναντί τους κάθε αίσθημα συμπόνιας – χωρίς να θέλουν να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες. Οι Έλληνες τώρα (και μιλάμε για τη σημερινή Ελλάδα, κι όταν λέμε «οι Έλληνες» εννοούμε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό τους, πιθανώς την πλειοψηφία των σημερινών Ελλήνων),

οι Έλληνες λοιπόν, απέναντι στο «πρόβλημα» των μεταναστών, θεωρούν ότι οι ίδιοι βρίσκονται σε άμυνα, ότι δέχονται ασύμμετρη επίθεση, ότι απειλείται ο πολιτισμός τους και η εθνική τους ταυτότητα, ότι οι μετανάστες θα τους πάρουν τις δουλειές, τις θέσεις τους στα νοσοκομεία και στους παιδικούς σταθμούς, και άλλα τρελά. Επομένως, θεωρούν πολύ δικιολογημένο και θετικό το να αφήνονται να πνιγούν οι μετανάστες, ή και να πνίγονται με πιο δραστικό τόπο, να πυροβολούνται ή να δολοφονούνται διαφορετικά, στα σύνορα ή στο εσωτερικό της χώρας, να βασανίζονται, να ληστεύονται, να δέρνονται, να γυμνώνονται και να μένουν εκτεθειμένοι σε ακραίες συνθήκες, να καταδικάζονται σε βαριές ποινές με γελοίες κατηγορίες (π.χ. «διακινητές») και με λιγόλεπτες παρωδίες δίκης ή να κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με ευφημιστικές ονομασίες – με μια κουβέντα, να υποφέρουν τόσα και τόσο πολύ ώστε να γίνονται πασίγνωστες στις χώρες τους οι αρετές της ελληνικής φιλοξενίας, ώστε κανείς να μη θέλει να έρθει, να περάσει, να πλησιάσει την Ελλάδα (όπως ζητούσε, την πρώτη δεκαετία του αιώνα, το πρόγραμμα του τότε ακροδεξιού κόμματος – ένα στοιχείο που, μαζί με άλλα της φασιστικής ατζέντας, έχουν πια συμπεριληφθεί στην εθνική πολιτική κι έχουν κερδίσει την καθεστωτική συναίνεση). Κι όσο για τον παραλογισμό του πράγματος (αφού και στον παραλογισμό υπάρχουν βαθμοί), μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες ξεπερνούν τους Γερμανούς, οι οποίοι στο κάτω-κάτω είχαν στο στόχαστρο μια καλά ριζωμένη ομάδα, χειραφετημένη πριν έναν αιώνα περίπου, κατά μεγάλο μέρος ενσωματωμένη ή και εντελώς αφομοιωμένη στο έθνος τους (επομένως ήταν δύσκολο, ή και επώδυνο, το να την αποκόψουν) – απεναντίας οι Έλληνες έχουν να κάνουν με ανίσχυρους και ξεριζωμένους ανθρώπους, συνήθως σε έσχατη ένδεια, που στην καλύτερη / χειρότερη περίπτωση ψάχνουν απλώς ένα τόπο για να μείνουν, με δεδομένη την υποδεέστερη θέση τους (κοινωνικά, οικονομικά, νομικά, πολιτικά) απέναντι στους ντόπιους. Και μολονότι υπήρξε μεγάλη παράνοια και μπόλικες ανιστόρητες αναφορές στις δηλώσεις των ναζί αξιωματούχων, δυσκολεύομαι να βρω κάτι αντίστοιχο, κάτι εξίσου ανιστόρητο και προφανώς λανθασμένο σε τόσα πολλά επίπεδα, όπως η δήλωση ενός έλληνα υπουργού: «Από την κάθοδο των Δωριέων, 4.000 χρόνια πριν, ουδέποτε η χώρα δεν δέχθηκε τόσο μεγάλης έκτασης εισβολή».[1] Υπάρχουν όμως και χειρότερα: ένας στρατηγός καμαρώνει για την κακοποίηση μιας μάζας ανυπεράσπιστων αμάχων σα να είχε κερδίσει κάποια ηρωική μάχη σε πραγματικό πόλεμο, άλλος στρατηγός γράφει στο βιογραφικό του ότι αντιμετώπισε αποτελεσματικά την «εξέγερση» (στην πραγματικότητα τη «σχεδιασμένη καταστροφή»)[2] ενός διαβόητου στρατοπέδου συγκέντρωσης, ενώ ένας υπουργός «Μετανάστευσης και Ασύλου», σε επίσκεψή του σε άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης διαπιστώνει χαρούμενα ότι πρόκειται για «δομή-κόσμημα», αλλά και «100% ανθρωποκεντρική».[3] (Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόσμημα Άουσβιτς-Μπίρκεναου ήταν κι αυτό «100% ανθρωποκεντρικό», τόσο ως προς την ανθρώπινη πρώτη ύλη του όσο και ως προς το ανθρωπογενές τελικό του προϊόν.)

2
Παρότι η συγκριτική εξέταση αποτελεί καλή μεθοδολογία (θα μπορούσαμε να λανσάρουμε το σλόγκαν «συγκρίνετε πάντα», στη γραμμή του «Always historicize!»), κάθε σύγκριση έχει τα όριά της (η διερεύνησή τους, άλλωστε, είναι απαραίτητο στοιχείο κάθε καλής συγκριτικής ανάλυσης). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνο που φέρνει δίπλα τα δύο προς σύγκριση αντικείμενα είναι ο προφανής παραλογισμός (στα μάτια μου, τουλάχιστον) των κινήτρων που επικαλούνται οι αυτουργοί, φυσικοί και ηθικοί, του διωγμού. Υπάρχει μια αντιστροφή της πραγματικότητας, σ’ ένα στοιχειώδες γεγονοτολογικό επίπεδο: εκείνοι που δείχνουν, απρόκλητα, μια ακραία, επιθετική και μάλιστα φονική συμπεριφορά, διαθέτοντας επιπλέον όλα τα μέσα για την εφαρμογή της, θεωρούν ότι στην πραγματικότητα βρίσκονται σε άμυνα, ότι έχουν δεχτεί μια κατά φαντασία επίθεση, ενώ η μόνη «πρόκληση» που θα μπορούσε να χρεωθεί στα θύματά τους, συγκριτικά ή και απολύτως ανίσχυρα, είναι το γεγονός ότι βρέθηκαν, ή θέλησαν να βρεθούν, στην ίδια περιοχή του πλανήτη – μια συνύπαρξη, περιστασιακή ή πιο μόνιμη, που οι άλλοι τη βρίσκουν ανυπόφορη. Δεν θα επεκταθώ στο, υποχρεωτικά ρατσιστικό, υπόβαθρο αυτής της αξίωσης. Διαφορά υπάρχει ως προς τα μέσα και την ένταση της φονικής επίθεσης, π.χ. εδώ υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά όχι ακόμα στρατόπεδα εξόντωσης – η εξόντωση παραμένει επεισοδιακή, ανάλογα με τις στιγμιαίες εμπνεύσεις και διαθέσεις (εκπυρσοκροτήσεις, ρυμουλκήσεις κλπ) των αρμόδιων οργάνων, κι έχει καθαρά τρομοκρατικό χαραχτήρα. Όμως, από τη μία, στο προηγούμενο της ναζιστικής Γερμανίας υπήρξε μια κλιμάκωση ως προς αυτά τα μέσα κι αυτή την ένταση, κλιμάκωση που από μια στιγμή και μετά έγινε ραγδαία («ριζοσπαστικοποίηση» είναι ο ελαφρώς άστοχος όρος που έχει χρησιμοποιηθεί), ενώ, ακόμα κι όταν ο στόχος της τελικής λύσης είχε δηλωθεί ξεκάθαρα στα εσωτερικά όργανα του καθεστώτος, ποτέ δεν διακηρύχτηκε δημόσια και απερίφραστα (κρυβόταν πάντα πίσω από τη ρητορική της «αναγκαίας άμυνας»). Και, από την άλλη, και στη σύγχρονη, ελληνική περίπτωση έχει υπάρξει κλιμάκωση, από τα πρώτα ρατσιστικά ξεσπάσματα πριν τριάντα χρόνια, δηλ. υπάρχει κλιμάκωση καταρχήν ως προς το βαθμό αποδοχής της φονικής συμπεριφοράς: υπήρξε μια φασιστικοποίηση, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, μεγάλης μερίδας του πληθυσμού – τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς το βάθος. Επίσης, σε κυβερνητικό ή καθεστωτικό επίπεδο, οι πιο προχωρημένες πραχτικές κρύβονται πίσω από ένα δάχτυλο: π.χ. αυτές που ονομάζονται ευφημιστικά «επαναπροωθήσεις» επισήμως δεν υπάρχουν και μάλιστα διαψεύδονται κατηγορηματικά και με προσποιητή οργή («μα ποιοι συκοφαντούν έτσι τη χώρα;!»), παρά την τρανταχτή και εκτεταμένη τεκμηρίωσή τους, ενώ την ίδια στιγμή αυτές οι «ανύπαρχτες» πραχτικές διαφημίζονται, ελάχιστα συγκαλυμμένες, από προπαγανδιστές που γελάνε κάτω απ’ τα μουστάκια τους, στο κατάλληλο, φασιστικό ή φασίζον, ακροατήριο. Η διαφορά στην ένταση της φονικής καταστολής, θέλω να πω, είναι κατά κάποιο τρόπο συμπτωματική και, εφόσον πίσω της βρίσκονται ανάλογοι μηχανισμοί και μια γενικευμένη αναισθητοποίηση, τίποτα δεν αποκλείει τη «ριζοσπαστικοποίησή» της, μόλις βρεθούν οι κατάλληλες συγκυρίες. Μια άλλη διαφορά, άμεσα ορατή και χτυπητή, έχει να κάνει με το πλαίσιο αυτής της φονικής διαγωγής: οι Γερμανοί ακολουθούσαν ένα υπερφίαλο ιμπεριαλιστικό σχέδιο, οι Έλληνες, παρά την επίκληση μεγαλόστομων εθνικών λόγων, εκτελούν μια, όχι πολύ τιμητική, όπως και να το κάνουμε, ευρωπαϊκή εργολαβία. Οι πρώτοι ζούσαν και πειθαρχούσαν σ’ ένα αυταρχικό, ολοκληρωτικό κλπ, πάντως αυτόνομο κράτος, οι δεύτεροι ζουν σε μια ταλαιπωρημένη και μάλλον περιφρονημένη επαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην πολιτική της οποίας έχουν ελάχιστο, ή δεν έχουν καθόλου, λόγο. Από λειτουργική σκοπιά, βρίσκονται στην ίδια θέση με τους λίβυους λήσταρχους, που παριστάνουν κάποια από τις εναλλακτικές κυβερνήσεις της χώρας και εισπράττουν ευρωενωσιακά χρήματα για να εμποδίζουν, ή μάλλον να εξαφανίζουν, τους πρόσφυγες και τους λοιπούς μετανάστες που θέλουν να περάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Οι εντολοδότες τους δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα για τα μέσα αυτής της εξαφάνισης, ενώ οι ίδιοι οι πολέμαρχοι, ποιος ξέρει, μπορεί να κοκορεύονται στους άλλους ληστές της ερήμου ότι έγιναν Ευρωπαίοι.

3
Μια δολοφονική κρατική πολιτική μπορεί να υπολογίζει και σε ομάδες ενθουσιωδών εθελοντών, απλών πολιτών δηλ, ομάδες που αποτελούνται συνήθως από (σε τυχαία σειρά) σαδιστές ή καιροσκόπους ή επίδοξους πλιατσικολόγους ή φανατικούς ιδεολόγους ή κάποιο συνδυασμό όλων αυτών. Όμως, κακά τα ψέματα, για να κάνεις μια σφαγή της προκοπής, είναι απαραίτητο να έχεις ανθρώπους με στολή. Στη Γερμανία, όπου τα ένστολα σώματα αφθονούσαν και διακρίνονταν για τη φονική τους αποτελεσματικότητα, οι εθελοντές πολίτες είχαν μικρή σημασία και δευτερεύουσα θέση (ρουφιάνοι κλπ) – στις κατεχόμενες χώρες όμως τέτοιες ομάδες βρήκαν μεγαλύτερο (και εξαιρετικά απαίσιο) ρόλο. Στην ελληνική περίπτωση πάλι, παρότι δεν λείπουν οι φανατικοί ιδεολόγοι (ή και οι υπόλοιπες κατηγορίες), οι εθελοντές παίζουν μικρό ρόλο, επειδή αυτή η μερίδα του πληθυσμού έχει συνηθίσει να αναθέτει κάπου την όποια δουλειά χρειάζεται να γίνει (στα σώματα ασφαλείας, κυρίως) κι επειδή βαριέται (ή είναι ανίκανη) να κάνει οτιδήποτε. Περιορίζεται λοιπόν σε ξεχειλίσματα ηθικού πανικού – που παίρνουν τη μορφή φαρμακερών σχολίων στα άτυχα ονοματισμένα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» (άλλη εποχή, άλλα πλήθη). Η ενεργητική υποστήριξη εκ μέρους εθελοντών περιορίζεται λοιπόν σε φασιστικές ομάδες που οργανώνουν εκπαιδευτικές εκδρομές, σε τοπικούς κυνηγούς που θέλουν να προπονηθούν στη σκοποβολή και σε λίγους ακόμα περιθωριακούς και διεστραμμένους – όλοι αυτοί εκμεταλλεύονται τη λαμπρή ευκαιρία για εγκληματική δράση με εξασφαλισμένη ατιμωρησία (δηλ. πιο εξασφαλισμένη απ’ ό,τι συνήθως – ανάλογα με την κατηγορία). Άρα, εκ των πραγμάτων, το κυρίως βάρος της καταστολής το αναλαμβάνει η γνωστότερη και μαζικότερη οργάνωση δολοφόνων της χώρας, ιδιαίτερα βέβαια κάποιες ειδικές και όχι πολύ ορατές ομάδες της, ενώ κρίσιμο ρόλο παίζουν και οι Einsatzgruppen του Λιμενικού. Μια ιδιόμορφη περίπτωση αποτελούν εκείνοι οι λιγοστοί μετανάστες που συγκροτούνται σε ομάδες κομάντο, από τις ελληνικές αρχές, για να αναλάβουν τις πιο βρώμικες δουλειές, σε ό,τι αφορά την βάναυση κακοποίηση των υπόλοιπων μεταναστών, με την υπόσχεση ότι οι ίδιοι θα έχουν επιεικέστερη μεταχείριση. Τούτοι, κατά κάποιο τρόπο, βρίσκονται κάπου ανάμεσα στους collabos και στα Sonderkommandos: δεν ενεργούν το ίδιο αυτόβουλα όπως οι πρώτοι (δοσίλογοι και συνεργάτες), αλλά επίσης δεν εξαναγκάζονται τόσο πιεστικά κι απόλυτα όσο οι δεύτεροι (ομάδες εκτοπισμένων, εβραίων κατά το μεγαλύτερο μέρος, που υποχρεώνονταν να ασχολούνται με τη διαδικασία θανάτωσης, και κυρίως με τη διαχείριση και την εξαφάνιση των πτωμάτων) – και ασφαλώς δεν βιώνουν εξίσου δραματικές συνθήκες, ούτε αντιμετωπίζουν ένα εξίσου τραγικό δίλημμα. Παραμένει το γεγονός ότι οι έλληνες υπεύθυνοι αυτού του σχεδιασμού μεταθέτουν σε άλλους, και μάλιστα σ’ ένα μέρος των θυμάτων τους, το βάρος των εγκλημάτων που έχουν προγραμματίσει οι ίδιοι, ανήθικη στάση που αποτελεί ένα ακόμα «πιο δαιμονικό έγκλημα» (παραφράζοντας τον Πρίμο Λέβι). Το πλιάτσικο τώρα, με τη μορφή της κλοπής των όποιων χρημάτων, τυχόν τιμαλφών, κινητών τηλεφώνων κλπ έχουν επάνω τους οι μετανάστες, αποτελεί πια εθιμικά καθιερωμένη πραχτική εκ μέρους των οργάνων (και όποιων άλλων τύχει να συμμετέχουν στη σχετική επιχείρηση). Καθώς αυτό αφορά, κατά μεγάλο μέρος, μετανάστες που επισήμως δεν υπάρχουν («δεν εντοπίστηκαν», «επαναπροωθήθηκαν» κοκ), δεν τίθεται καν θέμα καταγγελίας – οι πλιατσικολόγοι προσθέτουν τα εν λόγω λάφυρα στα λοιπά «τυχερά» τους, με την απόλυτη ανοχή των ανωτέρων τους και των πολιτικών προϊσταμένων τους. Δύσκολα βέβαια το πλιάτσικο αυτό, σε επίπεδο μικροκακοποιών και κλεφτοκοτάδων, θα μπορούσε να συγκριθεί με την έκταση και την κλίμακα της λεηλασίας των εβραϊκών περιουσιών από τους Γερμανούς (και τους συνεργάτες τους, για να μην ξεχνιόμαστε), όμως, πρώτον, οι μετανάστες έχουν μικρότερο ποσοστό εύπορων από τους μόνιμα εγκατεστημένους και συνήθως ενσωματωμένους εβραίους π.χ. της κεντρικής Ευρώπης του μεσοπολέμου – δεύτερο, ακόμα και τυχόν ευκατάστατοι μετανάστες ή πρόσφυγες θα ήταν δύσκολο να κουβαλάνε μαζί τους την ακίνητη περιουσία τους ή ογκώδη συμπράγαλα, και όπως και νάχει, κανείς δεν πήρε μαζί του στο σαπιοκάραβο κάποια συλλογή πολύτιμων έργων τέχνης. Ε, ό,τι μπορεί ο καθένας, εννοώ ο κάθε πλιατσικολόγος. Άλλωστε αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες, δηλ. στις πιο «πολιτισμένες», οικογένειες, και μερικές φορές με θεσμικό τρόπο: η Δανία έχει νομοθετήσει ξεδιάντροπα την κατάσχεση των χρημάτων και των λοιπών αντικειμένων αξίας που έχουν πάνω τους οι μετανάστες για να πληρωθούν, λέει, τα έξοδα της διαχείρισής τους, δηλ. τα έξοδα του εγκλεισμού τους, της κακομεταχείρισής τους και τέλος της απέλασής τους.

4
Υπάρχει και μια θρησκευτική διάσταση στο δολοφονικό ζήτημα – δηλ. μια θρησκόληπτη και μισαλλόδοξη πλευρά. Οι Γερμανοί κυνηγούσαν και εξόντωναν τους εβραίους όχι μόνο επειδή «αλλοίωναν τον πολιτισμό τους» αλλά και λόγω της θρησκευτικής τους ετερότητας. Αυτό ίσχυε, περιέργως, ακόμα και για τους Γερμανούς που δεν ήταν ιδιαίτερα –ή και καθόλου– πιστοί χριστιανοί ή θρήσκοι γενικώς, που δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το θρησκευτικό συναίσθημα, θεωρούσαν όμως το χριστιανογερμανικό στοιχείο απαραίτητο κομμάτι της, υποτίθεται απειλημένης, ταυτότητάς τους. Όσο για τα θύματα, αυτά θεωρούνταν εβραίοι ακόμα κι όταν δεν ήταν πράγματι εβραίοι αλλά έμοιαζαν με εβραίους ή συμπεριφέρονταν σαν εβραίοι (τουλάχιστον κατά τη γνώμη των διωκτών τους), κι επιπλέον θεωρούνταν θρησκευτικά απειλητικοί εβραίοι ακόμα κι εκείνοι οι εβραίοι, διόλου λίγοι, που δεν θρησκεύονταν ή δήλωναν εντελώς άθεοι. Ακόμα περισσότερο, όλοι οι εβραίοι θεωρούνταν, πραχτικά ή δυνάμει, σιωνιστές, αν όχι όργανα κάποιας παγκόσμιας σιωνιστικής συνωμοσίας. Αντίστοιχα, οι Έλληνες βασανίζουν κι εξοντώνουν τους μετανάστες και επειδή είναι μουσουλμάνοι – ακόμα κι όταν δεν είναι μουσουλμάνοι, αφού υπάρχουν αρκετοί Αφρικανοί κι Ασιάτες που είναι χριστιανοί, άθεοι, θρησκευτικά αδιάφοροι ή κάτι άλλο. Είν’ αλήθεια ότι είναι δύσκολο να ρωτάς τον άλλο για το θρήσκευμά του όταν τον πνίγεις ή τον αφήνεις να πνιγεί στη θάλασσα, όταν τον πυροβολείς στο ψαχνό κλπ – εν πάση περιπτώσει, δεν έχει ακουστεί να συμπληρώνουν τέτοια ερωτηματολόγια τα όργανα του ελληνικού κράτους όταν πλιατσικολογούν ή όταν βασανίζουν τα θύματά τους. Οι σκουρόχρωμοι μετανάστες θεωρούνται εξορισμού μουσουλμάνοι – και παραπέρα, όλοι οι μουσουλμάνοι (πραγματικοί και κατά φαντασία) θεωρούνται, πραχτικά ή δυνάμει, ισλαμιστές, αν όχι τζιχαντιστές και «τρομοκράτες». Οι Γερμανοί θεωρούσαν, με ρατσιστικό και παράλογο τρόπο, ότι οι εβραίοι ήταν εβραίοι λόγω του εβραϊκού τους «αίματος». Οι Έλληνες θεωρούν, με εξίσου ρατσιστικό και ακόμα πιο παράλογο τρόπο, ότι οι μελαψοί μετανάστες σημαδεύονται από το μουσουλμανικό τους «αίμα».

5
Αν η τύχη των θυμάτων, και στη μια περίπτωση και την άλλη, προκαλεί λύπη, θυμό κι αποτροπιασμό, ακόμα μεγαλύτερη φρίκη προκαλούν οι ίδιοι οι θύτες – εννοώ ο λαός των δολοφόνων, οι πολλοί. Δεν μιλάω για τους εκτελεστές, τους φυσικούς αυτουργούς, που μπορεί να είναι, κάποιοι από αυτούς, παθολογικές περιπτώσεις ή ξερωγώ, ή χοντροκομμένοι καραβανάδες, ή μπάτσοι και λοιποί άιχμαν, άνθρωποι συνηθισμένοι ν’ αποδέχονται οποιαδήποτε διαταγή και μαζί το ιδεολογικό στολίδι που της δίνουν οι προϊστάμενοι ή τα αφεντικά τους. Μιλώ για εκείνους που προσφέρανε και προσφέρουν πνευματική στήριξη (βλ. 3), για ανθρώπους που λένε τις κακίες τους, χύνουν γύρω τους το δηλητήριό τους, ζητούν να χυθεί αίμα («τι κάνει το κράτος;!»), χειροκροτούν και μουγκανίζουν από ευχαρίστηση όταν χύνεται, αλλά χωρίς να λερώνουν οι ίδιοι τα χέρια τους – και που κατά τα άλλα μπορεί να είναι τόσο μορφωμένοι και καλλιεργημένοι όσο και εκείνοι οι Γερμανοί που λέγαμε (κάποιο κομμάτι τους, τέλος πάντων), μπορεί μάλιστα ν’ ακούνε και κλασική μουσική, ή να ανταποκρίνονται σε όποιον άλλο δείκτη κουλτούρας προτιμάτε. Και κοντά σ’ αυτούς, μιλώ για τους αδιάφορους, το κόμμα της αδιαφορίας, που δεν είναι κι αυτό μικρό και που δηλώνει αθώα ότι δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση (κάπως σαν το γερμανικό: «Ε, βλέπαμε κάτι καμινάδες που καπνίζανε, εκειεί πεεέρα, αλλά δεν ξέραμε τι ήταν»), ότι δε γνωρίζει τίποτα για το έγκλημα – και με τον τρόπο αυτό το βοηθάει να συνεχίζεται. Δεν ξέρουμε βέβαια αν οι Έλληνες, ως λαός δολοφόνων, θα τιμωρηθούν (από την τύχη ή από την ιστορία ή απ’ οτιδήποτε) το ίδιο σκληρά όπως τιμωρήθηκαν, ως λαός δολοφόνων, οι Γερμανοί. Και δεν ξέρουμε αν μετά, πολύ καθυστερημένα, θα νιώσουν ντροπή, Scham, ή κάτι αντίστοιχο με το «γερμανικό αίσθημα ενοχής» (deutsche Schuldfrage). Το σίγουρο είναι ότι, ήδη από τώρα, υπάρχουν χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο που τους εύχονται να πάθουν και να υποφέρουν αναλόγως, άνθρωποι δηλ. που τους καταριούνται ακατάπαυστα, ή έστω όποτε τους σκέφτονται. Κι αυτό δύσκολα θα τους φέρει τύχη.

tetartoskosmos@gmail.com

σημειώσεις

[1] «Η χώρα χάνεται. Από την κάθοδο των Δωριέων, 4.000 χρόνια πριν, ουδέποτε η χώρα δεν δέχθηκε τόσο μεγάλης έκτασης εισβολή […] Πρόκειται για βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας και του κράτους […] Κινδυνεύουμε με πλήρη αλλοίωση της κοινωνίας, το μεταναστευτικό ίσως είναι μεγαλύτερο πρόβλημα και από το οικονομικό» (βλ. π.χ. εδώ): ο Νίκος Δένδιας το 2012, αναγγέλλοντας ένα αστυνομικό πογκρόμ με τη σαρκαστική ονομασία «Ξένιος Ζευς».

[2] Σύμφωνα με την ανάλυση της Forensics Architecture για τον εμπρησμό της Μόριας.

[3] Ο Δανιήλ Εσδράς πρόσφατα, βλ. π.χ. εδώ.

Εικονογράφηση: Πίνακας του Enric Mestre-Jaime, η καμένη Μόρια, νεκροταφείο σωσιβίων στη Μυτιλήνη, δυο εικόνες από την έκθεση «Ύλη εν κινήσει. Συναθροίσματα της μετανάστευσης στη Μεσόγειο» (Transient Matter: Assemblages of Migration in the Mediterranean) στο Μουσείο Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Μπράουν και δυο φωτογραφίες από τα επίκαιρα.