Γιατί πολλοί αντισημίτες υποστηρίζουν την κυρίαρχη πολιτική του Ισραήλ

 

για τα κρύσταλλα της Γάζας

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν είναι «πολλοί» ή «οι πιο πολλοί», όμως τότε το ερώτημα θα ήταν πιο δύσκολο να απαντηθεί (πώς θα γίνουν οι μετρήσεις;) – πέρα απ’ το ότι αυτό θα επέμενε σε κάποια ποσοτική πλευρά του ζητήματος. Στην πραγματικότητα, προκύπτει ένα ζήτημα ορολογίας (ποιοτικό ζήτημα λοιπόν), αλλά γι’ αυτό δεν φταίνε μόνο οι αντισημίτες, εννοώ εκείνοι που προσπαθούνε συχνά να κρυφτούν, όπως όλοι οι ρατσιστές («δε φταίμε εμείς, φταίνε αυτοί που είναι εβραίοι», κατά το ανέκδοτο). Υπάρχουν όμως τώρα άλλες δύο, πολύ εκτεταμένες, κατηγορίες σύγχυσης:

(1) Στην πρώτη περίπτωση έχουμε αυτούς που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε μετα-αντισημίτες. Είναι οι ίδιοι που ονομάστηκαν μεταφασίστες: έχουν απαρνηθεί κάποια κομμάτια του φασιστικού τους πιστεύω, κυρίως την πλευρά της «φασιστικής επανάστασης», αλλάζοντάς την με τη συντηρητική υπεράσπιση της κατεστημένης τάξης, κι απεχθάνονται πια τους («κρατικιστικούς») οικονομικούς πειραματισμούς (συμμορφώνονται απόλυτα, και μάλιστα φανατικά, με αυτό που λέγεται «ελεύθερη αγορά»). Επίσης (αλλ’ αυτό είναι το πιο εύκολο), αποδέχονται πια κατ’ όνομα τη «δημοκρατία», αφού ακόμα κι αυτοί έχουν αντιληφθεί ότι, στην εξέλιξή της, αποτελεί κάτι εντελώς ακίνδυνο για τους φασιστικούς στόχους τους. Από την άλλη, παραμένουν στενά προσκολλημένοι σε άλλα κομμάτια του παλιού τους φασιστικού πιστεύω: μιλιταρισμός και εθνικισμός, αστυνομοποίηση της κοινωνίας και κρατική τρομοκρατία, τυφλό μίσος για οτιδήποτε το «αριστερό» (με την έννοια: οτιδήποτε αναφέρεται στην ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, έστω και για πλάκα). Στη συσκευασία αυτή, και με τη μορφή ακροδεξιών κομμάτων «νέου τύπου», μπορούν να ελπίζουν ότι θα κληθούν να αναλάβουν την πολιτική διαχείριση του κράτους. Ολοένα και συχνότερα όμως, οι μεταφασίστες αυτοί εντάσσονται, με ποικίλες διαδικασίες, στο Ενιαίο Δεξιό Κόμμα, ή απλώς στο Ενιαίο Κυβερνητικό Κόμμα (αφού εκτείνεται πέρα από την παραδοσιακή δεξιά, για να σχηματίσει το κυρίαρχο πολιτικό μεγαμόρφωμα που έχω ονομάσει, αλλού, κεντροφασισμός) – γίνονται λοιπόν ενσωματωμένοι φασίστες.
      Στις συνθήκες αυτές (επιστρέφουμε επιτέλους στο θέμα μας!), ο παλιός-καλός αντισημιτισμός είναι πολύ άκομψος. Όχι ότι δεν υπήρχε, παλιότερα και κυρίως προπολεμικά, αντισημιτισμός και στα σαλόνια της εξουσίας (υπήρχε και παραϋπήρχε). Στην Ευρώπη όμως, ή μάλλον στη Δύση γενικώς, μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, το Ολοκαύτωμα αναγορεύτηκε πολιτειακή θρησκεία.[1] Αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει σύντομα, αφού το κατ’ αυτή την έννοια Ολοκαύτωμα αποτελεί ταυτόχρονα το κατεξοχήν μοντέλο της ιστορικής μνήμης, το μοναδικό αποτέλεσμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που θέλει να θυμάται η Ευρώπη και το μόνο κατάλοιπο διεθνούς δικαίου. Όταν λοιπόν οι ενσωματωμένοι φασίστες προσλαμβάνονται, τους υπενθυμίζουν ευγενικά ν’ αφήσουν τον αντισημιτισμό τους στο βεστιάριο κι αυτοί συμμορφώνονται ευπειθώς («Το Παρίσι αξίζει μια λειτουργία»), ακόμα κι αν έχουν πίσω τους μακρόχρονη και πλούσια σταδιοδρομία. Μερικοί απ’ αυτούς εγκαταλείπουν τον αντισημιτισμό τους σιωπηρά, ίσως διατηρώντας τον σαν προσωπικό χόμπι στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά οι πιο εκτεθειμένοι, ή οι πιο φιλόδοξοι, ή οι θρασύτεροι, ή οι πιο καραγκιόζηδες, κάνουν θεαματικές μετάνοιες, δηλώνοντας ότι κάτι δεν είχαν καταλάβει σωστά, ή ότι εμείς δεν είχαμε καταλάβει καλά τι έλεγαν, κλπ. Το πρότυπο, εδώ, είναι ο Φίνι και το ταξίδι μετάνοιας στο Ισραήλ.

(2) Στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε τους «αντισημίτες» (αυστηρά σε εισαγωγικά, εδώ και παρακάτω) που δεν είναι καθόλου αντισημίτες, εννοώ εκείνους που κατηγορούνται, μερικές φορές ή σε μερικές χώρες με κάθε δικαστική επισημότητα, για αντισημιτισμό, αλλά όπου «αντισημιτισμός» ονομάζεται η αντίθεση στις πιο δεξιές, πιο φιλοπόλεμες και πιο ρατσιστικές πλευρές της πολιτικής του Ισραήλ. Οι κατήγοροι εδώ είναι, καταρχήν, η ισραηλινή δεξιά ή ακροδεξιά (αυτές οι δύο, άλλωστε, τείνουν να συσσωματωθούν), αλλά και ποικίλες ανά χώρα τοπικές καθεστωτικές δυνάμεις: αυτές, καθώς βουλιάζουν όλο και περισσότερο μέσα σε ρατσιστικές πολιτικές (αντιμεταναστευτικές κυρίως), αντλούν μια διεστραμμένη ευχαρίστηση να καταγγέλλουν τους αντιρατσιστές σαν «ρατσιστές». Το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τους ψευτο-«αντισημίτες» είναι εβραίοι (και μάλιστα, στην πλειονότητά τους, άνθρωποι περήφανοι για την εβραϊκή τους ταυτότητα, που θεωρούν ακριβώς προσβολή στην ταυτότητα αυτή τα ρατσιστικά εγκλήματα του ισραηλινού κράτους) αρκεί για να δείξει τη γελοιότητα του πράγματος (δηλ. την αντιστροφή της πραγματικότητας που επιχειρείται).[2] Είναι επίσης σαφές ότι σε όλους αυτούς τους ψευτο-«αντισημίτες», δεν υπάρχει κανείς που να υποστηρίζει την εξαφάνιση του Ισραήλ, τη μερική ή πλήρη εξόντωση των Ισραηλινών ή την εξάλειψη της εβραϊκής κοινότητας από τα εδάφη της ευρύτερης, ιστορικής Παλαιστίνης (παρόλο που τέτοιες κατηγορίες τούς αποδίδονται συχνά, συκοφαντικά).[3]

Τώρα, βλέποντας μαζί αυτές τις δύο περιπτώσεις, η κατάσταση μοιάζει κάπως αλλόκοτη, για να μην πούμε κωμική: οι μετα-αντισημίτες υποστηρίζουν σχεδόν πάντα και με φανατισμό το Ισραήλ, κυρίως για λόγους συμμόρφωσης στο μπλοκ της εξουσίας που έχουν γίνει, ή ελπίζουν να γίνουν, δεχτοί (αλλά και για ιδεολογικούς λόγους που θα δούμε παρακάτω), όμως επισήμως δεν είναι πια αντισημίτες, έχουν ξεπλυθεί, ακόμα κι όταν συνεχίζουν να ασκούν τον αντισημιτισμό τους όποτε βρίσκονται μπροστά στο κατάλληλο ακροατήριο. Η δεύτερη περίπτωση πάλι, οι «αντισημίτες», εξορισμού δεν υποστηρίζουν την κυρίαρχη πολιτική του Ισραήλ, αφού η ψεύτικη κατηγορία που τους απευθύνεται στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό. Οπότε, ούτε οι μεν ούτε οι δε αφορούν το ερώτημα του τίτλου, ως προς την τυπική λογική – ωστόσο, κατά τη δική μου γνώμη, η πρώτη περίπτωση εντάσσεται πλήρως στη λογική του, ενώ και η δεύτερη περίπτωση τη φωτίζει εκ του αντιθέτου. Τη σχέση αυτή υπογραμμίζει και το παρακάτω επεισόδιο: Όταν ένας υπουργός, ενσωματωμένος φασίστας, κατηγορήθηκε δημόσια για αντισημιτισμό (με βάση το συγκεκριμένο παρελθόν του), απάντησε χοντρικά ότι μισεί τους Παλαιστίνιους πολύ περισσότερο κι έδωσε στοιχεία για ενέργειες που είχε κάνει για να τους βλάψει (αποφεύγοντας όμως να καταδικάσει ρητά το αντισημιτικό του παρελθόν). Είναι ενδεικτικό ότι ο κατήγορός του, μια ισραηλιτική οργάνωση (προσοχή: ισραηλιτική, όχι ισραηλινή), θεώρησε την απάντηση επαρκή και ικανοποιητική. Τόσο λοιπόν ο χουντικής παιδείας υπουργός όσο και η (προσκολλημένη στην ισραηλινή δεξιά) ισραηλιτική οργάνωση[4] απέδειξαν ότι, γι’ αυτούς, ο αντισημιτισμός είναι «αντισημιτισμός» κατά τα παραπάνω, δηλ. «αντίθεση στις πιο δεξιές, πιο φιλοπόλεμες και πιο ρατσιστικές πλευρές της πολιτικής του Ισραήλ». Όποιος δεν εκδηλώνει αυτή την αντίθεση, μπορεί ελεύθερα να έχει όποια γνώμη θέλει για τους Εβραίους!

Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, που δίνουν ένα μέρος της απάντησης, θα σταθούμε σε δυο ακόμα βασικά μοτίβα που εξηγούν το παράδοξο του τίτλου:

(Α) Το πρώτο είναι ότι, για να το πω με τα λόγια του Τραβέρσο, η Ευρώπη «αναγνωρίζει στο Ισραήλ έναν όμοιό [της], στο μέτρο που το Ισραήλ αποτελεί έναν δυτικό θύλακα στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου».[5] Με άλλα λόγια, το Ισραήλ γίνεται αντιληπτό σαν μια ευρωπαϊκή αποικία σε μια εξωευρωπαϊκή περιοχή – σε μια Χώρα των Άλλων, στην Ασία, στη Χώρα των Αράβων, στη Χώρα του Ισλάμ.[6] Για την ακρίβεια, γίνεται αντιληπτή σαν μια χώρα ευρωπαίων εποίκων,[7] μια χώρα όπου ευρωπαίοι μετανάστες ήρθαν να εγκατασταθούν και να την εκπολιτίσουν. Εξαρχής πολλοί σιωνιστές, ακολουθώντας τον Χερτσλ, είχαν εντάξει το σχέδιο για ένα εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής mission civilisatrice.[8] Άλλα σιωνιστικά ρεύματα είχαν ευγενέστερα οράματα, όμως στην πορεία (για να μη μιλήσουμε για το σήμερα) ηττήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν εντελώς. Οι συγκεκριμένοι ευρωπαίοι μετανάστες είχαν πάντως μια ιδιαιτερότητα: είχαν παρακινηθεί στη μετανάστευση κάτω από το βάρος των μισαλλόδοξων ευρωπαϊκών εθνικισμών, οι οποίοι τους θεωρούσαν ξένο σώμα, ακόμα κι όταν ήταν εντελώς αφομοιωμένοι (βέβαια και παλιότερες ομάδες μεταναστών στο Νέο Κόσμο ήταν θύματα ανάλογων θρησκευτικών, ή και εθνοτικών, διωγμών). Επιπλέον, ένα δεύτερο κύμα, σαφώς μεγαλύτερο, μετανάστευσε μετά τον, κατά μεγάλο μέρος, αφανισμό των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης.[9]
    
Όλοι οι αντισημίτες, όχι μόνο οι μετα-αντισημίτες αλλά και οι αμετανόητοι αντισημίτες, είναι νοσταλγοί της αποικιοκρατίας, καθότι εθνικιστές και ρατσιστές – επιπλέον, οι ενσωματωμένοι φασίστες, συναντάνε στον ενιαίο χώρο του κεντροφασισμού, μεγάλα κομμάτια της παλιάς δεξιάς, που «έχει κουραστεί [υπερβολικά γρήγορα!] να ζητάει συγνώμη» για τα όχι και τόσο παλιά εγκλήματά της και που ανακαλύπτει ξανά «τα θετικά σημεία» της αποικιοκρατίας, αλλά και μια ανοιχτόχρωμη ρατσιστική σοσιαλδημοκρατία, καθώς και λοιπές κεντρο-κεντροαριστερές δυνάμεις αναλόγου φυράματος. Όλος αυτός ο κόσμος θαυμάζει ανυπόκριτα τις, αντιγραμμένες από την αποικιοκρατία και σε βελτιωμένη εκδοχή, πολιτικές του Ισραήλ: το σφετερισμό εδαφών για την εγκατάσταση εποίκων, το απαρτχάιντ, τη σκληρή αστυνομοκρατία, τους ανελέητους βομβαρδισμούς με αδιαφορία για τους αμάχους, τον κυνισμό της προπαγάνδας του κλπ. Από τη στιγμή που το εβραϊκό στοιχείο δεν «απειλεί», κατά τη μεσοπολεμική έννοια και επί ευρωπαϊκού εδάφους, τα αγαπημένα τους ρατσιστικά έθνη, δεν έχουν πρόβλημα να υποστηρίζουν ένα εξωευρωπαϊκό εβραϊκό κράτος, το οποίο εξυπηρετεί μάλιστα τις γεωπολιτικές επιλογές της Δύσης, καθώς και τις ισλαμοφοβικές εμμονές της.

(Β) Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, ο ιστορικός αντισημιτισμός δεν χρειάζεται πια γιατί πέτυχε τους στόχους του. Πράγματι, στις χώρες αυτές, ο εθνικισμός είχε θεμελιωθεί κατά μεγάλο μέρος πάνω στον αντισημιτισμό: οι Εβραίοι, κάποτε πολυάριθμοι, είχαν θεωρηθεί κατάρα του αντίστοιχου έθνους, παράγοντες διαφθοράς, ηθικής μόλυνσης, παράσιτα κοκ. Η παρουσία τους προκαλούσε ένα διαρκή αντιεβραϊκό πανικό, αλλεπάλληλες καμπάνιες συκοφάντησης και, όποτε ήταν εφικτό, πογκρόμ – ήταν λοιπόν επείγουσα ανάγκη η εθνοκάθαρσή τους: έπρεπε να εξαφανιστούν, με το «καλό» ή με το κακό, να διωχτούνε ή να εξοντωθούν. Όμως, η κατάληψη των χωρών αυτών απ’ τους ναζί έλυσε το «πρόβλημα». Οι ναζί, πράγματι, με την περισσότερο ή λιγότερο δραστήρια συμμετοχή των τοπικών ανά χώρα αντισημιτών, εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος των Εβραίων, ενώ κι οι περισσότεροι από τους λίγους που σώθηκαν, μπροστά στο ρημαγμένο τοπίο που αντιμετώπισαν στην επιστροφή τους, προτίμησαν να μεταναστέψουν (συνήθως στην Αμερική ή στο Ισραήλ).[10] Αυτή τη μεγάλη επιτυχία του ιστορικού αντισημιτισμού, οι αντίστοιχοι εθνικισμοί τη χάρηκαν με σεμνότητα, χωρίς να το διατυμπανίζουν (αφού η κατάληξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτή που ήταν), όταν μάλιστα τα γεγονότα απομακρύνθηκαν αρκετά ώστε η «μνήμη» να θεωρείται αρκετά αποκοιμισμένη και χειραγωγήσιμη, μπόρεσαν να οργανώσουν τελετές και να χτίσουν μνημεία για το Ολοκαύτωμα – χωρίς να θίξουν ποτέ τη συμμετοχή τους σ’ αυτό, για να μη μιλήσουμε για λεηλατημένες περιουσίες και λοιπές κρατικές, ιδιωτικές, συχνά και εκκλησιαστικές, καταπατήσεις. Για την ακρίβεια, «στα νέα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η μνήμη του Ολοκαυτώματος συντηρείται σαν μια μορφή διπλωματικού πένθους. Ο Τόνι Τζαντ το έχει ονομάσει, παραπέμποντας σε μια διάσημη ρήση του Χάινριχ Χάινε σχετικά με την αλλαξοπιστία των γερμανοεβραίων το 19ο αιώνα, “εισιτήριο εισόδου” στην Ευρώπη, ένα αντίτιμο που πληρώνει κανείς για να κερδίσει σεβασμό και για να αποδείξει την καλή του θέληση απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα.[11] (Κάτι που δεν εμποδίζει τις συχνές διαμαρτυρίες πολλών εκπροσώπων τους, τόσο στο Συμβούλιο της Ευρώπης όσο και στο Κοινοβούλιο του Στρασβούργου, οι οποίοι επισημαίνουν την υπερβολικά μεγάλη σημασία που αποδίδουν οι θεσμοί αυτοί στη Σοά […])»,[12] σε αντιπαράθεση προφανώς με τα μεγαλύτερα μαρτύρια που υποτίθεται ότι έχουν υποστεί τα έθνη τους.

tetartoskosmos@gmail.com

σημειώσεις

[1] Βλ. π.χ. το κεφ. 7 («Μνήμη: η πολιτειακή θρησκεία του Ολοκαυτώματος») στο Enzo Traverso, Το τέλος της εβραϊκής νεοτερικότητας. Ιστορία μιας συντηρητικής στροφής, μτφ. Ν. Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2020.

[2] Μερικές φορές, περιθωριακά, σ’ αυτό το ρεύμα της απατηλής καταγγελίας του ψευδο-«αντισημιτισμού» συνεισφέρουν απρόσμενα και κάποιες γωνιές του ελευθεριακού χώρου, για τις οποίες μπορούμε να πούμε ότι αντιστέκονται ελάχιστα στην ηγεμονική πίεση της κυρίαρχης ιδεολογίας, δεν διακρίνονται για την κριτική τους εγρήγορση και τείνουν προς την πολιτική αφέλεια. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η διαρκής κατάπτωση του Antideutsche ρεύματος, που αν μη τι άλλο δείχνει ότι ο αντιεθνικισμός, αν και αναγκαία συνθήκη, δεν είναι επαρκής – κι ότι μερικές φορές καταλήγει σε εθνικιστικό «αντιεθνικισμό» και σε ρατσιστικό «αντιρατσισμό», για να χειροκροτήσει τελικά την πιο ακραία ισλαμοφοβία και τις νεοαποικιοκρατικές σταυροφορίες.

[3] Αν και είναι προφανές, ας ξεκαθαρίσουμε, για τους επαγγελματίες κακόπιστους, ότι όταν μιλάμε για «υποστήριξη στο Ισραήλ» ή «αντίθεση στο Ισραήλ» δεν μιλάμε αορίστως για το κράτος του Ισραήλ ή για το δικαίωμα της ύπαρξής του, αλλά για την κυρίαρχη πολιτική του, όπως εκφράζεται με ρατσιστικές τακτικές και απαρτχάιντ, με την κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών, την εγκατάσταση εποίκων στα εδάφη αυτά, τη διαρκή τρομοκρατία κλπ.

[4] Για την ολοένα και πιο συχνή τάση πολλών ισραηλιτικών οργανώσεων να ταυτίζονται περισσότερο ή λιγότερο με την ισραηλινή δεξιά/ακροδεξιά, αλλά και με τις τοπικές δεξιές των χωρών τους, ο Έντσο Τραβέρσο γράφει: «[…] η απόλυτη ταύτιση των εβραϊκών θεσμών με το Ισραήλ δεν μπορεί παρά να οξύνει αυτή την παρεξήγηση… Οι ισραηλινοί αξιωματούχοι εμφανίζονται σαν νόμιμοι εκπρόσωποι των γάλλων εβραίων που, με τη σειρά τους, μέσα από τις πολιτικές της μνήμης και τις αναμνηστικές τελετές, ταυτίζονται μ’ ένα κράτος που καταπιέζει τους Παλαιστίνιους στη Μέση Ανατολή. […] ιδιαίτερα το Αντιπροσωπευτικό Συμβούλιο των Εβραϊκών Οργανώσεων της Γαλλίας (Conseil représentatif des institutions juives de France, CRIF), […] με τον καιρό έχει γίνει κάτι σαν παράρτημα της ισραηλινής πρεσβείας στη Γαλλία. Αυτοί οι θεσμοί δεν εκπροσωπούν όλους τους εβραίους, κάθε άλλο. Και θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις άλλες χώρες. Στην Ιταλία, όπου μετά τον πόλεμο οι εβραίοι ήταν αντιφασίστες και συνήθως με αριστερό προσανατολισμό, οι ισραηλιτικές οργανώσεις βρίσκονται πολύ κοντά στη μπερλουσκονική δεξιά» (Enzo Traverso, Τα νέα πρόσωπα του φασισμού, μτφ. Ν. Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017, σελ. 106).

[5] Enzo Traverso, Τα νέα πρόσωπα του φασισμού, ό.π., σελ. 105.

[6] Το γεγονός ότι αξιόλογο ποσοστό των Αράβων της Παλαιστίνης ήταν Χριστιανοί μάλλον παραβλέφθηκε γρήγορα, από τη στιγμή που δεν κρίθηκε εφικτό ή επιθυμητό να συγκροτηθούν σε μια μειονοτική δύναμη για την υποστήριξη της αποικίας, όπως π.χ. είχαν κάνει οι Γάλλοι στο Λίβανο και αλλού.

[7] Ασφαλώς η ευρωπαϊκότητα και η λευκότητα των εβραίων δεν ήταν εξαρχής δεδομένη και χρειάστηκε, στην περίπτωσή τους όπως και σε τόσες άλλες, να κατασκευαστεί, όχι δίχως κόπο – για να μη μιλήσουμε για τις περιπέτειες της ένταξης των μη ευρωπαίων εβραίων στην ισραηλινή κοινωνία. Βλ. π.χ. το κεφ. 5 («Λευκή Ελλάδα, λευκό Ισραήλ») στο Γιάννης Χαμηλάκης & Ράφαελ Γκρήνμπεργκ, Αρχαιολογία, έθνος και φυλή, μτφ. Μιχάλης Λαλιώτης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2022. Στο ίδιο βιβλίο τονίζεται η λειτουργία του Ισραήλ σαν «αναχώματος» της Δύσης.

[8] Π.χ. Theodor Herzl, L’État juif, Παρίσι, 1981, σελ. 65 (ελλ. μτφ. Ελένη Λούση, Το εβραϊκό κράτος, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2017), ενώ για την κριτική του Μπερνάρ Λαζάρ προς τον Χερτσλ βλ. π.χ. Βλ Hannah Arendt, «Herzl and Lazare», The Jewish Writings, Schocken Books, 2007, σελ. 338-342.

[9] Μεγάλα και επιτυχημένα εποικιακά κράτη δημιουργήθηκαν στο Νέο Κόσμο, μ’ ένα συνδυασμό εξαιρετικά εντατικής εξολόθρευσης των ντόπιων και εξαιρετικά μαζικής ευρωπαϊκής μετανάστευσης: Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδάς κυρίως, και σε μικρότερη κλίμακα Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Εποικιακά κράτη προσχεδιάστηκαν και στις αποικίες του Παλιού Κόσμου (στη Β. Αφρική και σε άλλες αφρικανικές περιοχές, σε μέρη της Ινδίας και της Ινδοκίνας), όμως, μετά την αποαποικιοποίηση, μόνο η Ροδεσία (για λίγο) και η Ν. Αφρική (για σχεδόν μισό αιώνα) μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους, σαν ανεξάρτητα εποικιακά κράτη, για κάποιο διάστημα.

[10] Αν και το ελληνικό βασίλειο ήταν προγραμματικά αποεβραιοποιημένο, μετά την προσάρτηση των Επτανήσων και κυρίως της Θεσσαλονίκης, απόχτησε σημαντικό εβραϊκό πληθυσμό και, φυσικά, «εβραϊκό πρόβλημα». Ο ελληνικός ιστορικός αντισημιτισμός μιμήθηκε, ως συνήθως, γαλλικά και γερμανικά πρότυπα, από το πογκρόμ του 1891 έως εκείνο του 1933 είδε να στρατεύονται στις γραμμές του ποικίλες χμ, προοδευτικές δυνάμεις και τιμημένοι διανοούμενοι και φυσικά είχε, ανομολόγητη πάντα, συμμετοχή στον μεγάλο βαθμό επιτυχίας της εξόντωσης.

[11] Αναφέρεται στο Tony Judt, «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, ελλ. μτφ. Νικηφόρος Σταματάκης & Ελένη Αστερίου, Αλεξάνδρεια, 2012.

[12] Enzo Traverso, «Η Ευρώπη και οι μνήμες της», Η ιστορία ως πεδίο μάχης, μτφ. Ν. Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 327, βλ. και εδώ. Στο ίδιο σημείο, ο Τραβέρσο σημειώνει: «Καθώς αυτοπροβάλλονται σαν “θύματα”, τα έθνη της ανατολικής Ευρώπης αφήνουν ελάχιστο χώρο για την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. Εδώ, η μνήμη της Σοά δεν παίζει τον ίδιο ενοποιητικό ρόλο όπως στη Δύση. Γίνεται αντιληπτή σαν ένα είδος ανταγωνιστικής μνήμης, εμπόδιο για την πλήρη αναγνώριση των βασάνων που υπέστησαν διάφορες εθνικές κοινότητες στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αυτή η αντιδιαστολή είναι πράγματι παράδοξη, αφού ο τόπος της γενοκτονίας των εβραίων ήταν ακριβώς η ανατολική Ευρώπη: εκεί ζούσε η μεγάλη πλειοψηφία των θυμάτων της Σοά και εκεί δημιούργησε ο ναζισμός τα γκέτο, εκεί άρχισε έπειτα τις σφαγές, στην αρχή του πολέμου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης κι εκεί, τέλος, δημιούργησε τα στρατόπεδα εξόντωσης».

Εικονογράφηση: Η Χαμάς κατατροπώνεται από τις Δυνάμεις του Καλού, σε μεσαιωνική μινιατούρα, και μερικοί πίνακες του Chaïm Soutine.