Frazeriana

Από την ανθρωπολογία των μυστηρίων
στα μυστήρια της ανθρωπολογίας

Γιατί να μας αρέσει ο Φρέιζερ; Αν η απάντηση κινδυνεύει να πάρει απολογητικούς τόνους είναι λόγω εκείνης της διάχυτης περιφρόνησης για τους «παλιούς», που τη θίξαμε πρόσφατα, περιφρόνηση που κινδυνεύει να γίνει ακόμα μεγαλύτερη αφού εδώ δεν έχουμε απλώς παλιωμένο υλικό αλλά πραγματική αντίκα! Ισχύει βέβαια ότι μπορούμε να χρεώσουμε στον σερ Τζέιμς όχι και λίγα ελαττώματα, αλλά σ’ αυτά θα περάσουμε μετά. Για να ισοφαρίσουμε κάπως τις αρνητικές προκαταλήψεις, ας ξεκινήσουμε με μια ιστοριούλα: Τον Ιούνιο του 1942, στο Τομπρούκ, ο νεαρός ανθυπολοχαγός Τζακ Γκούντι έπεσε στα χέρια των Γερμανών. Έμελλε να περάσει δυόμισι χρόνια σε διάφορα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, στην Ιταλία και στη Γερμανία, με δύο αποδράσεις ενδιάμεσα και κάποια διαστήματα που μπόρεσε να κρυφτεί πλάι σε ιταλούς χωρικούς. Το τελευταίο στρατόπεδο, στη Γερμανία, είχε μια εξαιρετική βιβλιοθήκη, φτιαγμένη από βρετανικές δωρεές, κι εκεί έπεσε πάνω στον Χρυσό κλώνο του Φρέιζερ. Όταν απελευθερώθηκε, ήταν αποφασισμένος να γίνει ανθρωπολόγος.[1]

Τι λοιπόν μπορεί να μας τραβάει στον Φρέιζερ, ακόμα και σήμερα; Καταρχήν, οι μελέτες του στη θρησκειολογία, ειδικά στις θρησκείες της Μέσης Ανατολής, όπου πολλές από τις εξαιρετικές διαισθήσεις του αποδείχτηκαν σωστές. Οι ομοιότητες και οι σχέσεις ανάμεσα στις θρησκείες αυτές, έτσι όπως τις διαπίστωσε ο σερ Τζέιμς, δημιουργούν ένα γόνιμο πλαίσιο, με αποφασιστική σημασία για το περιβάλλον όπου αναπτύχθηκε ο πρώιμος χριστιανισμός – θέμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ορισμένους από μας. Δεν είναι λίγο.[2] Σε μια προέκταση και εντελώς φυσικά, προκύπτει το μοτίβο της «θυσίας του βασιλιά», ουσιαστικά δηλ. της σχέσης του βασιλιά με τη γονιμότητα της γης, όπως και της ανάγκης για θυσιαστική αντικατάστασή του αν οι δυνάμεις του εξασθενούν και αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Αυτό, με τις προεκτάσεις του στο μεσαιωνικό φολκλόρ και τη μεσαιωνική λογοτεχνία, παραμένει πάντα συναρπαστικό ζήτημα και αφορμή για δημιουργικές, φιλολογικές, ανθρωπολογικές κ.ά., γροθοκλωτσοπατινάδες – όποια γνώμη κι αν έχετε για την κεντρική ιδέα του πράγματος (δηλ. είτε πιστεύετε κατά γράμμα κάθε αφήγηση και κάθε κείμενο που βρίσκουμε μπροστά μας, είτε, στο άλλο άκρο, θεωρείτε όλ’ αυτά ονειροφαντασίες που δεν αντιστοιχούν σε κάποια χειροπιαστή πραγματικότητα). Κι άλλωστε η αφορμή για το opus magnum του Φρέιζερ, για το Χρυσό κλώνο (The Golden Bough)[3] που λέγαμε, ήταν ένα δευτερεύον αρχαιογνωστικό ζήτημα γύρω από τη φιγούρα του «Βασιλιά του Νέμους» (Rex Nemorensis), του ιερέα της Άρτεμης / Ντιάνας σ’ ένα άλσος της Αρικίας, ο οποίος, σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς (Στράβωνα και Παυσανία κυρίως), κέρδιζε τη θέση του μέσα από μονομαχία μέχρι θανάτου με τον προκάτοχό του. Παίρνοντας αφορμή από αυτό το φιλολογικό μάλλον παρά εθνολογικό πρόβλημα, ο Φρέιζερ ξεκινάει ένα γύρο του κόσμου σε δώδεκα τόμους,[4] όχι ακριβώς με αερόστατο αλλά τελικά ναι, κάπως σαν από αερόστατο, κοιτώντας από ψηλά και από μακριά, απ’ όπου αντιλαμβάνεται κανείς κάποιο συμβάν αλλά χάνει τις λεπτομέρειες – και κυρίως αγνοεί το πλαίσιο (ιστορικό, κοινωνικό, πολιτισμικό) στο οποίο εντάσσεται το επεισόδιο που βλέπει να ξετυλίγεται καμιά εκατοστή μέτρα κάτω απ’ τα πόδια του. Στο μεθοδολογικό πρόβλημα θα επανέλθω παρακάτω, να πούμε όμως στο μεταξύ ότι στα «θυσιαστικά» μάλλον ζητήματα χρωστάει την όποια σημερινή φήμη του ο Φρέιζερ, κυρίως έξω από το ακαδημαϊκό περιβάλλον – φήμη όχι μικρή, αν και δεν μπορεί να συγκριθεί π.χ. με τη διασημότητά του σε λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, κατά το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα.

Ο γύρος με το αερόστατο μας οδηγεί στο δεύτερο πόλο φρεϊζεριανής έλξης. Κι αν τον πρώτο πόλο που είδαμε προηγουμένως μπορούμε να τον αναλύσουμε, να τον εξηγήσουμε, να υπερασπίσουμε το ενδιαφέρον μας γι’ αυτόν, στη δεύτερη περίπτωση τα πράγματα είναι πολύ πιο χαοτικά. Πρόκειται για έναν απίστευτο σωρό εθνολογικού υλικού που έχει συσσωρευτεί ανάκατα και συχνά αφρόντιστα και που δημιουργεί ένα αίσθημα γοητείας, ζάλης, ιλίγγου.[5] Τον Φρέιζερ, ξεκινάς να τον μελετήσεις και τελικά χάνεσαι, παρασύρεσαι σε παράπλευρα μονοπάτια που διασχίζουν μια όμορφη ζούγκλα και δεν οδηγούν πουθενά. Ο ίδιος ο συγγραφέας μοιάζει πολλές φορές παρασυρμένος, σάμπως να έχει ξεχάσει το κυρίως θέμα του και να τριγυρίζει στα δάση. Κι αυτή η αίσθηση απεραντοσύνης, ή και ξενοιασιάς ακόμα, ελάχιστα ορθολογική αλλά ιδιαίτερα έντονη, ίσως να έχει τραβήξει στο έργο του περισσότερους απ’ όσους τράβηξαν οι λόγιες μελέτες του. Ο Μάρσαλ Σάλινς, εκατό λεύγες μακριά από τον Φρέιζερ σε ό,τι αφορά τις θεωρητικές του βάσεις, σε προχωρημένη ηλικία, δεν ντρεπόταν να δηλώνει αυτή τη γοητεία. Ξεκινούσε πράγματι ένα από τα τελευταία του δοκίμια με τη φράση: «Τούτο είναι ένα άρθρο κατά τον τρόπο του Φρέιζερ, με άλλα λόγια μια άσκηση στην αχαλίνωτη σύγκριση».[6] Αλλά με τα ζητήματα, όχι ασήμαντα, που δημιουργεί η «αχαλίνωτη σύγκριση», και με τον τρόπο που σκεφτόταν να τα αντιμετωπίσει ο Σάλινς, θα ασχοληθούμε στο τέλος τούτου του κειμένου.

Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να δηλώσει, σήμερα και στα σοβαρά, «φρεϊζεριστής», κι αν ρωτάτε τη γνώμη μου, ποτέ δεν ήταν συνετό να το κάνει. Το πρόβλημα (για να ξεκινήσουμε από κάπου) είναι ότι ο Φρέιζερ ήταν εξελικτιστής, με την έννοια του 19ου αιώνα, ξέρετε, πίστευε στα γνωστά σκαλάκια, αγριότητα-βαρβαρότητα-πολιτισμός ή μαγεία-θρησκεία-επιστήμη κλπ.[7] Κι αυτό, δεν υπάρχει τρόπος να το καταπιούμε. Έπειτα, θεωρείται τυπικό υπόδειγμα της λεγόμενης «ανθρωπολογίας της πολυθρόνας», δηλ. μιας καθαρά θεωρητικής ενατένισης και εικοτολογίας, βασισμένης σε βιβλία, που αγνοεί την επιτόπια έρευνα, την εργασία στο «πεδίο» κλπ. – μια στάση που την εικονογραφεί ωραία ένα ανέκδοτο που κυκλοφορεί (se non vero, è ben trovato): ρώτησαν κάποτε τον Φρέιζερ αν είχε ταξιδέψει σε εξωτικούς τόπους, αν είχε αντικρίσει από κοντά κάποια από τις πρωτόγονες φυλές για τις οποίες μιλούσε, κι εκείνος απάντησε: «Εγώ ανάμεσα στους αγρίους;! Θεός φυλάξοι!». Ίσως θάτανε καλύτερο (αν και λιγότερο γραφικό) να ονομάζαμε τη σχολή αυτή «φιλολογική ανθρωπολογία», όρος που ταιριάζει ιδιαίτερα καλά και στον ίδιο τον Φρέιζερ, όχι μόνο λόγω κλασικών σπουδών αλλά και λόγω μεθοδολογίας. Σε συνδυασμό με τα εγγενή αμαρτήματα του εξελικτισμού, οι «αρχαίοι» (κι αυτό το «αρχαϊκό» είναι εδώ πολύ ευρύχωρο) ταυτίζονται με τους σύγχρονους «πρωτόγονους» λαούς (που θεωρούνται «ζωντανά απολιθώματα», δηλ. ότι έχουν ξεμείνει σε κάποιο πολύ αρχικό στάδιο της εν λόγω εξέλιξης, οικουμενικής και μονόδρομης), κι όλοι αυτοί ταυτίζονται με τον αγροτικό κόσμο της προνεοτερικής, αλλά πολύ πρόσφατης, Ευρώπης (που παρουσιάζουν ανάλογο εξελικτικό κουσούρι), δηλ. με κατώτερα κοινωνικά στρώματα των οποίων οι «λαϊκές παραδόσεις» παραμένανε αρκετά ζωντανές τη στιγμή που έγραφε ο Φρέιζερ. Όπως είπαμε κιόλας, η αφετηρία για το ταξίδι του, ήταν καταρχήν ένα φιλολογικό αίνιγμα, κάποια χωρία αρχαίων συγγραφέων που χρειάζονταν σχολιασμό και ερμηνεία, και τα οποία ανοίχτηκαν κι απλώθηκαν, αχτιδωτά, στο εθνολογικό πεδίο. Το πρόβλημα είναι ότι τα εθνογραφικά στοιχεία που έχει συγκεντρώσει αποδεικνύονται υπερβολικά σκόρπια κι απομονωμένα – κι επιπλέον άνισης αξίας. Πέρα από τις κάποτε παρωχημένες βιβλιογραφίες κλπ, είναι γνωστό ότι είχε στηριχτεί και σε ερωτηματολόγια που έστειλε σε αποικιακούς υπαλλήλους, σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας (προφανώς, τα κριτήρια με τα οποία συμπληρώθηκαν αυτά τα ερωτηματολόγια ποικίλανε). Αυτό υπενθυμίζει, παρενθετικά, την αποικιοκρατική διάσταση, το αποικιοκρατικό υπόβαθρο του έργου, σαν αυτονόητη νοοτροπία και σαν διανοητικό φόντο – εδώ όμως θέλω να τονίσω τις αναλογίες αυτής της αποπλαισιωμένης έρευνας, που κυνηγούσε μόνο ψήγματα χρυσού, με μια παλιότερη αρχαιολογία, ήδη ξεπερασμένη τον καιρό του Φρέιζερ, που νοιαζόταν μόνο για ό,τι λαμπυρίζει (ή για ό,τι μοιάζει πολύτιμο, ή όμορφο, με την καλλιτεχνική έννοια) και αδιαφορούσε για τα υπόλοιπα, με ολέθρια, από την ερευνητική πλευρά, αποτελέσματα. Τέλος, ένα ακόμα από τα βικτωριανά κουσούρια της φρεϊζεριανής σκέψης, ευθυγραμμισμένο με τον θετικισμό του ύστερου 19ου αιώνα, είναι η σταθερή του πεποίθηση ότι οι συμβολικές αναπαραστάσεις, τα έθιμα, οι τελετουργίες και όλ’ αυτά, αποτελούν επιβιώματα πραγματικών ιστορικών γεγονότων, που έχουν συμβεί όντως, κάπως έτσι, κάπου στο παρελθόν – χωρίς ιδιαίτερες (διανοητικές, πνευματικές, συμβολικές) μεσολαβήσεις και επεξεργασίες.

Και ασφαλώς, αυτός ο πλούτος των στοιχείων, αυτή η ατέλειωτη και ακούρευτη ζούγκλα, αποτελεί κατάλληλο περιβάλλον για μια συγκριτική εθνολογία. Τι καλύτερο; Το πρόβλημα είναι ότι ακριβώς ο πλούτος των στοιχείων που είπαμε, και κυρίως η αποσυνδεδεμένη διάταξή τους, μετατρέπει τη σύγκριση σε ατέλειωτη άσκηση που δεν οδηγεί πουθενά – ο αναγνώστης νιώθει συχνά ότι προχωράει δίχως μπούσουλα (ή τουλάχιστον έτσι είχα νιώσει εγώ). Είναι αυτό ακριβώς που ο Σάλινς το ονόμαζε «αχαλίνωτη σύγκριση», για να επανέλθει στο τελευταίο βιβλίο που ξεκίνησε, χωρίς να προλάβει να το τελειώσει:[8] «Συγκρίσεις αυτού του είδους μπορούν να καταλήξουν μόνο σ’ ένα κατάλογο παραλλαγών, σε μια απέραντη τυπολογία». Για να ξεπεράσει την αντίφαση, επικαλείται τον Έντμουντ Λιτς, μέγα επικριτή του Φρέιζερ παρεπιπτόντως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο, ο Λιτς δεν είχε στο νου του τον Φρέιζερ αλλά τη βρετανική κοινωνική ανθρωπολογία των μέσων του αιώνα: απορρίπτει τη ρηχή σύγκριση, τη σωρευτική παράθεση στοιχείων, βασισμένη σε προκατασκευασμένες έννοιες (που σε μια διάσημη αποστροφή του την ονομάζει «συλλογή πεταλούδων»), για να υποστηρίξει, ας πούμε, ένα άλλο είδος «σύγκρισης», μια μεθοδολογία της γενίκευσης, που ξεκινάει από την προσεχτική παρατήρηση των πραγματικών στοιχείων: «Η γενίκευση είναι επαγωγική: το θέμα είναι να διακρίνουμε γενικούς νόμους σε συνθήκες ιδιαίτερων περιπτώσεων. Είναι εικασία, είναι στοίχημα ή τόλμημα, μπορεί να πέσεις έξω ή μπορεί να πέσεις μέσα. Αν τύχει όμως να πέσεις μέσα, τότε έχεις μάθει κάτι εντελώς καινούργιο».[9] Αυτού του είδους την «πειθαρχημένη προσπάθεια για γενίκευση» αντιπαραθέτει ο γέρο-Σάλινς στην «αχαλίνωτη σύγκριση», ξεκινώντας ένα «φρεϊζεριανό» ταξίδι, με σαφείς στόχους όμως. Το «στοίχημα ή τόλμημα» στο οποίο ποντάρει, για «να μάθει κάτι εντελώς καινούργιο», είναι η διάκριση ανάμεσα σε «κοινωνίες της υπέρβασης (transcedence)» (που θεωρούν δεδομένο έναν «άλλο κόσμο», υπερβατικό, όπου έχει καταφύγει η θεϊκότητα, χωρίς να μπλέκεται πια στα πόδια των ανθρώπων και αφήνοντας τη γη μόνο σ’ αυτούς, «ελεύθερους τώρα να δημιουργήσουν τους θεσμούς τους στηριγμένοι στα δικά τους μέσα και στα δικά τους φώτα») και σε «κοινωνίες της εμμένειας (immanence)» (μέσα σ’ ένα σύμπαν που δεν ανέχεται τίποτα το εξωτερικό, άρα η θεϊκότητα είναι διαρκώς παρούσα).

Όσο για τούτο το κείμενο, μπορεί μάλλον να θεωρηθεί απλός φρεϊζεριανός θάμνος, με τη χαοτική αλλά ελκυστική έννοια που αναπτύχθηκε παραπάνω.

tetartoskosmos@gmail.com

Αφιερωμένο στη μνήμη του ΓΙΑΝΝΗ ΓΩΝΙΑΔΗ (27.07.1959 – 27.12.2023), φίλου, σύντροφου και ανθρώπου της οικογένειάς μου για πάνω από σαράντα χρόνια.

σημειώσεις

[1] Όπως τα αφηγείται ο ίδιος στο: Jack Goody, The expansive moment. The rise of social anthropology in Britain and Africa 1918-1970, Cambridge University Press, 1995, σελ. 119 και 134.

[2] Αυτή η «αντιχριστιανική» (όπως την αντιλαμβανόταν το βικτωριανό κοινό) πλευρά του Φρέιζερ έκανε τον περισσότερο θόρυβο στον καιρό του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, καθώς ζούμε σ’ ένα παπαδίστικο κράτος, ο επιμελητής της ελληνικής έκδοσης (βλ. σημ. 3) θεώρησε καλό να δηλώσει, στην αρχή του Α΄ τόμου, «Για τις μυθολογικές, ιστορικές και θρησκευτικές πληροφορίες και απόψεις είναι αποκλειστικά υπεύθυνος ο συγγραφέας» (για νάχει το κεφάλι του ήσυχο, υποθέτω).

[3] Υπάρχει ελληνική έκδοση της συνοπτικής εκδοχής (1922) του έργου: Sir James George Frazer, Ο Χρυσός Κλώνος. Μελέτη για τη Μαγεία και τη Θρησκεία, μτφ. Μπονίτα Μπικάκη, επιμ. Παναγιώτης Καρματζός, 4 τόμοι, Εκάτη, 1990-1994, ενώ ένας πέμπτος τόμος με ευρετήριο, βιβλιογραφία και άλλο συμπληρωματικό υλικό κυκλοφόρησε το 1998.

[4] Δίτομο στην πρώτη του εμφάνιση (1890), το έργο επεκτάθηκε τελικά σε 12 τόμους στην πλήρη έκδοσή του (1906-1915). Στη συνέχεια, για πραχτικούς κυρίως λόγους, κυκλοφόρησε μια συνοπτική εκδοχή του, όπου μάλιστα θυσιάστηκαν οι εκτενείς σημειώσεις, αλλά και οι αναφορές στο χριστιανισμό που είχαν θεωρηθεί «προκλητικές» (1922). Παρότι ο Φρέιζερ επέμενε ότι, για να κρίνει κάποιος στα σοβαρά το έργο του, έπρεπε να διαβάσει την πλήρη έκδοση, το γεγονός ότι οι περισσότεροι αναγνώστες (όπως κι εγώ άλλωστε) έχουν διαβάσει την κλασική πια σύνοψη του 1922, χωρίς σημειώσεις, έπαιξε το ρόλο του στη διφορούμενη φήμη του έργου.

[5] Ο Φρέιζερ απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη «εθνολογία» στην περιγραφή του έργου του: πρόκειται απλώς για μια Μελέτη για τη Μαγεία και τη Θρησκεία. Ωστόσο, η μαγεία όπως την αντιλαμβάνονται οι «κοινωνίες της υπέρβασης», και εμφατικά ο ίδιος ο Φρέιζερ (σαν ένα λανθασμένο τρόπο σκέψης, σε τελική ανάλυση), αντιστοιχεί, για τις «κοινωνίες της εμμένειας» (όπου η μαγεία κατακλύζει τα πάντα: ο Σάλινς μιλάει ακριβώς για «μαγεμένο σύμπαν», ασφαλώς με αντιβεμπεριανές αιχμές), με το σύνολο σχεδόν του πολιτισμού / culture. (Για τη διάκριση ανάμεσα σε «κοινωνίες της υπέρβασης / της εμμένειας», βλ. παρακάτω, στο τέλος του κειμένου.) Ο όρος «θρησκεία», πάλι, «είναι άστοχος εκεί όπου οι μεταανθρώπινες υπάρξεις και δυνάμεις είναι εγγενείς σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και αποτελούν προϋπόθεσή της, και όχι υπερβατική ύστερη σκέψη» (Σάλινς, ξανά). Από την άλλη, ο Φρέιζερ, ξεκινώντας το ταξίδι του, είχε συναίσθηση ότι θα τον οδηγούσε κατά πολλές έννοιες μακριά. Η έρευνα θα ήταν «σίγουρα μακροχρόνια και κουραστική», όμως το «θέλγητρό της» ήταν «η ανακάλυψη καινούργιων και παράξενων τόπων και λαών και ακόμη πιο παράξενων εθίμων», διαβάζουμε ήδη στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου (σελ. Α, 22 της ελληνικής έκδοσης).

[6] Marshall Sahlins, Τι είναι (και τι δεν είναι) η συγγένεια [2013], Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014, σελ. 24. Τούτο επιτρέπεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεχίζει ο Σάλινς, επειδή «δεν προσπαθώ να αποδείξω εμπειρικά τι είναι η συγγένεια αλλά μόνο να δείξω τι ισχυρίζομαι ότι είναι. Προσπαθώ να παρουσιάσω μια ιδέα, και για το σκοπό αυτό οι εθνογραφικές αναφορές χρησιμεύουν κυρίως στο να δίνουν παραδείγματά της μάλλον παρά στο να την επαληθεύουν».

[7] Αυτό τον οδηγεί σε άπειρες εκφράσεις υποτίμησης, ή και περιφρόνησης, του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας. Αγαπημένη μου ατάκα: «and at this day it [= the Homoaeopathic or Imitative Magic] is still resorted to by cunning and malignant savages in Australia, Africa, and Scotland» (σελ. 13 της έκδοσης Wordsworth) – γραμμένη μάλιστα από την πένα ενός Σκοτσέζου!

[8] Ολοκληρώθηκε με τη φροντίδα του μαθητή του (και συνεργάτη του στο συγκεκριμένο έργο) Frederick B. Henry Jr: Marshall Sahlins, The New Science of the Enchanted Universe. An Anthropology of Most of Humanity, Princeton University Press, 2022 (ετοιμάζεται ελληνική μετάφραση). Σύμφωνα με το σχεδιασμό του συγγραφέα, αυτό θα ήταν το πρώτο μέρος ενός τρίτομου έργου.

[9] Edmund Leach, Rethinking Anthropology, Athlone, 1966, σελ. 5.

Εικονογράφηση: Η Λίμνη του Νέμους («Speculum Dianae») σε ακουαρέλα του 18ου αιώνα (του John Robert Cozens), ένας POW, μπούστος του Ακταίωνα (από το ιερό της Ντιάνας), θυσιαστική μονομαχία στους Αζτέκους, δύο πολεμιστές Σιλούκ  (η ιερή βασιλεία των Σιλούκ είναι από τα διασημότερα παραδείγματα του Φρέιζερ), δηνάριο που δείχνει την Diana Nemorensis σαν τριπλή θεά, τέλος δυο απεικονίσεις του Rex Nemorensis.