Ο Μεγάλος Στριός και ο Αφέντης Καριμπού

ιστορίες απ’ το Λαμπραντόρ

Ονοματολογικά (ή αλλιώς: Ιννού και Ινουίτ)

Για να πω την αλήθεια, η πρώτη αφορμή, πριν κάμποσο καιρό, για να ασχοληθώ περισσότερο με τους Ινδιάνους Ιννού ήταν ένα ονοματολογικό παράδοξο, για να μην πω ονοματολογικό αίνιγμα. Ιννού, για την ακρίβεια Ιννουάτ στον πληθυντικό (αλλά γι’ αυτόν τον τύπο βλ. παρακάτω), είναι ενδώνυμο (δηλ. δική τους ονομασία, αυτονομασία) ενός ινδιάνικου λαού που ανήκει, από γλωσσική και πολιτισμική άποψη, στην οικογένεια των Αλγκονκίνων. Γειτονικός τους λαός, σαφώς μεγαλύτερος, με πολύ εκτενέστερη διάδοση, και γνωστότερος, είναι οι Ινουίτ, που ονομάζουν κι αυτοί έτσι τον εαυτό τους στη γλώσσα τους, που ανήκει βέβαια στην εσκιμώικη γλωσσική οικογένεια. Όμως οι εσκιμώικες γλώσσες (επίσημα ή πιο τεχνικά: η εσκιμοαλεούτια γλωσσική οικογένεια) είναι πολύ απομακρυσμένες και ελάχιστη σχέση έχουν, αν έχουν καμία, με τις αλγκονκίνικες γλώσσες, ενώ τα αντίστοιχα περάσματα των γλωσσικών/πολιτισμικών τους προγόνων στην αμερικανική ήπειρο τα χωρίζουν χιλιετίες.

Ακόμα και ανάμεσα στους Ινδιάνους, οι Αλγκονκίνοι (όπως ορίστηκαν παραπάνω) δεν ανήκουν στο τελευταίο κύμα που πέρασε τον Βερίγγειο – αυτό θεωρείται ότι είναι, συμβατικά, οι Αθαμπάσκοι (σε πιο επιστημονική/τεχνική ονομασία, οι Να-Ντένε), γλωσσική-πολιτισμική ινδιάνικη οικογένεια που επικρατεί σήμερα στο δυτικό Καναδά, την Αλάσκα και στη Βορειοδυτική Ακτή,[1] ενώ οι Αλγκονκίνοι επικρατούν στον ανατολικό Καναδά, και επεκτείνονται βέβαια σε γειτονικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών – όλ’ αυτά χοντρικά μιλώντας. Υπάρχουν βέβαια πάμπολλα γλωσσικά δάνεια, από τη μία και την άλλη πλευρά, είναι όμως πολύ σπάνιο (αν συνέβη ποτέ) μια ομάδα να υιοθετήσει, σαν ενδώνυμο, μιαν ονομασία που τη χρησιμοποιεί για τον εαυτό της κάποια άλλη, και μάλιστα γειτονική ομάδα – κι αν δεν είν’ έτσι να μη σώσω να ξαναχρησιμοποιήσω τον όρο «σχισμογένεση»![2] Τον Μαρσέλ Μος τον είχε εντυπωσιάσει «το γεγονός ότι οι Αθαμπάσκοι στην Αλάσκα αρνούνταν σθεναρά να υιοθετήσουν τα καγιάκ των Ινουίτ, παρόλο που εκείνα προφανώς ήταν καταλληλότερα για το περιβάλλον απ’ όσο οι δικές τους βάρκες. Οι Ινουίτ, από την άλλη πλευρά, αρνούνταν να υιοθετήσουν τα χιονοπέδιλα των Αθαμπάσκων».[3] Επιπλέον, Ιννού και Ινουίτ είχαν, τις περισσότερες φορές, παραδοσιακά εν πάση περιπτώσει, εχθρικές ή ψυχρές σχέσεις – είναι μάλιστα πιθανό, σε τελική ανάλυση, να ευθύνονται οι Ιννού γι’ αυτό που ορισμένοι τουλάχιστον Ινουίτ θεωρούν σήμερα προσβολή (αλλά γι’ αυτό θα πούμε παρακάτω). Και παρότι η αμοιβαία αρνητική εικόνα δεν ήταν μόνιμη ή απόλυτη (διαβάζω, για παράδειγμα, σε παραδοσιακό ιννού ονειροκρίτη ότι το να δεις στον ύπνο σου ότι «συνταξιδεύεις με Εσκιμώο» είναι καλός οιωνός), η ουσία είναι ότι διαφοροποιούνται σαφώς. Για να μελετήσουμε λοιπόν την παράξενη σύμπτωση των ονομασιών Ιννουάτ και Ινουίτ, θα χρειαστεί μια στενότερη ιστορική, γλωσσική πολιτισμική, ονοματολογική ή και ταυτοτική επισκόπηση.

Η παραδοσιακή ονομασία των Ιννού στα δυτικά κατάστιχα ήταν Montagnais, «Βουνήσιοι», δηλ. η ονομασία που τους έδωσαν οι γάλλοι άποικοι Οι εθνογράφοι το μετατρέψανε γρήγορα σε Montagnais-Naskapi, αφού Νασκάπι είναι μια ντόπια ονομασία για τον ίδιο λαό, ή και σκέτο Naskapi, από μεγαλύτερο σεβασμό προς τη ντόπια επιλογή – κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα, ή μάλλον η συνειδητοποίηση ότι στα ονοματολογικά προβλήματα δεν υπάρχουν πάντα εύκολες λύσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού αυτού προτιμάει σήμερα, εννοώ μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, την ονομασία Ιννού, και μάλιστα κατάργησε επίσημα τον πληθυντικό της λέξης (Ιννουάτ) για να υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση από το Ινουίτ – ο τύπος Ιννού θεωρείται πια κοινός, για ενικό και πληθυντικό. Στο εξής ακολουθώ, προφανώς, αυτή την επιλογή, επίσης διατηρώ το διπλό ν, σε πείσμα της (γενικά ορθής) απόφασης για απλογράφηση των ξένων λέξεων, εν μέρει επειδή υπάρχει όντως διπλό σύμφωνο, πραγματικό όχι «ορθογραφικό», αλλά κυρίως και βασικά για να δημιουργείται ακόμα μεγαλύτερη απόσταση από τον όρο Ινουίτ. Εκείνοι που προτιμούν την ονομασία Ιννού, λοιπόν, τείνουν να περιορίζουν την ονομασία Νασκάπι στο βόρειο μόνο, και σχετικά μικρό, τμήμα του πληθυσμού – ας τους πούμε «καθαυτό Νασκάπι». Από τη μεριά τους, οι «καθαυτό Νασκάπι», αν και δέχονται (πάντα ή κατά περίπτωση) ότι αποτελούν τμήμα των Ιννού, προτιμούν να δηλώνουν Νασκάπι: δηλ. μια ονομασία που είχε θεωρηθεί παλιότερα κάπως «εξωτική» ή και «βαρβαρική» (μπορεί να αποδοθεί «εκείνοι που ζουν στο άκρο του ορίζοντα») έχει αποχτήσει σήμερα, γι’ αυτούς τουλάχιστον, μια «ηρωική» διάσταση – ελπίζω να καταλαβαινόμαστε. Το ότι τα πράγματα, δηλ. οι γλωσσικές εκτιμήσεις, αλλάζουν μέσα στα χρόνια το αποδεικνύει περίτρανα το γεγονός ότι η οργάνωση Innu Nation, που εκπροσωπεί επίσημα, όχι το σύνολο του «έθνους Ιννού» αλλά μόνο τους Ιννού του Λαμπραντόρ (δύο συγκεκριμένες κοινότητες, με 3.200 άτομα), δηλ. η ομάδα που κυρίως υποστηρίζει τον τύπο Ιννού, ονομαζόταν ως το 1990 Naskapi Montagnais Innu Association (NMIA). Σε πάμπολλες παλαιότερες πηγές χρησιμοποιείται η λέξη Νασκάπι για όλους τους Ιννού, μεταξύ άλλων και στην κλασική εθνογραφία που θα χρησιμοποιήσω στο μέρος 2, αυτή του Φρανκ Σπεκ. Για τις ανάγκες του κειμένου αυτού λοιπόν, οι όροι Ιννού και Νασκάπι θεωρούνται συνώνυμοι, χρησιμοποιώ κάθε φορά τη λέξη που βρίσκω στην πηγή μου, με διευκρίνηση όπου / αν χρειάζεται.

Οι Ινουίτ από τη μεριά τους αποτελούν την πιο γνωστή και τρανταχτή περίπτωση της δυσκολίας στην επίλυση ονοματολογικών προβλημάτων, και μάλιστα με μεγάλο ιστορικό βάθος. Το ζήτημα δεν έχει να κάνει με σύγχρονες ή σχετικά σύγχρονες μόδες: είχε γίνει φανερό από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι εξερευνητές των πόλων και οι λοιποί ταξιδιώτες των πάγων έμαθαν γρήγορα ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τη λέξη «Εσκιμώοι» στις επαφές τους με τους Γροιλανδούς, καθώς εκείνοι τη θεωρούσαν υβριστική (η φήμη έλεγε ότι μπορούσε να κατανοηθεί, στη γλώσσα τους, σαν «ωμοφάγοι», δηλ. «πρωτόγονοι» ή «βάρβαροι») και η πληροφορία εκλαϊκεύτηκε γρήγορα: το δυτικό κοινό διάβαζε τότε άπληστα σχετικές ταξιδιωτικές αφηγήσεις παρακολουθώντας τον αγώνα δρόμου για το Βορειοδυτικό Πέρασμα και την κατάχτηση του Βόρειου Πόλου. Το γράφει κι ο Ιούλιος Βερν, στον Πλοίαρχο Χατεράς αν θυμάμαι σωστά. Όταν όμως οι ερευνητές αποφάσισαν να το σκαλίσουν, δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν κάποιο συγκεκριμένο τύπο. Μοιάζει σίγουρο ότι η λέξη πέρασε στους Δυτικούς μέσω των γαλλικών (Esquimaux) και αρκετά πιθανό ότι προέρχεται από κάποια αλγκονκίνικη γλώσσα (ίσως από τους Ιννού, ακριβώς), και πάλι όμως, παρά τις διάφορες προτάσεις ή θεωρίες, δεν τεκμηριώνεται κάτι το σίγουρο ως προς την αρχική μορφή ή την ακριβή σημασία της ονομασίας. Βέβαια, οι κλασικοί εθνολόγοι συνέχιζαν να μιλάνε π.χ. για Κεντρικούς Εσκιμώους (= δηλ. του αρκτικού Καναδά), έτσι ο Φραντς Μπόας, ο Μαρσέλ Μος ή κι ο (κατά το ήμισυ Ινουίτ) Κνουντ Ράσμουσεν, θεμελιώνοντας τον επιστημονικό κλάδο της Εσκιμωλογίας (σήμερα: Αρκτικές Σπουδές γενικά, ή ειδικότερες ονομασίες ανά κατηγορία), και φροντίζοντας απλώς να διευκρινίζουν για ποια συγκεκριμένη ομάδα μιλάνε κάθε φορά, π.χ. για τους Νετσιλίκ. Είχαν τους λόγους τους όπως θα φανεί. Γιατί, ακόμα κι όταν ήρθε η εποχή της αποαποικιοποίησης και των ιθαγενικών κινημάτων (δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70), καιρός ώριμος για ονοματική αυτοδιάθεση, και οι Ινουίτ της Γροιλανδίας και του Καναδά επέβαλλαν με ενθουσιασμό την ονομασία τους απορρίπτοντας με αποστροφή το «Εσκιμώοι», και οι Κεντρικοί Εσκιμώοι έγιναν αυτόματα Κεντρικοί Ινουίτ, το πρόβλημα δε λύθηκε στο σύνολό του. Οι δυτικότεροι συγγενείς τους δε δέχτηκαν να γίνουν, αναλογικά, «Δυτικοί Ινουίτ», καθώς η λέξη «Ινούκ» (ενικός) και «Ϊνουίτ» (πληθυντικός) δεν υπήρχαν στη γλώσσα τους. Το θεώρησαν καπέλωμα εκ μέρους των ανατολικότερων συγγενών τους (ιδιαίτερα οι Γιούπικ, που είναι ξεχωριστός κλάδος, ας πούμε): προτιμούν συνήθως να ονομάζονται με την ιδιαίτερη ονομασία του κάθε πληθυσμού, ενώ ορισμένες ομάδες αποδέχονται τη γενική ονομασία «Εσκιμώοι» χωρίς να τη θεωρούν υποτιμητική ή υβριστική (φαίνεται ότι ο όρος «Εσκιμώος» έφτασε στην Αλάσκα από άλλη διαδρομή, μέσω Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς ωμά ψάρια ή κρέατα και λοιπές κοροϊδίες εκ μέρους των Ανατολικών Ινδιάνων ή όποιων άλλων, και δεν θεωρήθηκε προσβλητικός). Τουλάχιστον αυτή ήταν η κατάσταση πριν μόλις λίγα χρόνια – δεν ξέρω αν και πόσο την έχουν επηρεάσει οι εντελώς σύγχρονοι συρμοί. Επομένως, είναι δύσκολο να μιλάμε για τη γλωσσική οικογένεια ή συνολικά για τους πολιτισμικούς απογόνους του «πολιτισμού Θούλη» χωρίς να χρησιμοποιούμε τουλάχιστον την παράγωγη λέξη «εσκιμώικος».

Τώρα, ειδικά για τις δυο λέξεις, το ζήτημα της αφετηρίας μας. Η λέξη innou (με τον, καταργημένο όπως είπαμε, πληθυντικό innouat) σημαίνει «άνθρωπος» – είναι βέβαια πολύ κοινό, σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Αμερική, η ονομασία μιας «φυλής» να ταυτίζεται με αυτή της «ανθρωπότητας» γενικά. Ο τύπος innou προέρχεται από τις επικρατέστερες «ανατολικές διαλέκτους» (Innu-Aimun), ωστόσο σε διάφορες άλλες ιννού/νασκάπι διαλέκτους (είναι αμοιβαία κατανοητές) η λέξη δίνεται ilnu και iiyuu ή iyiyiw. Παίρνοντας υπόψη τις αντίστοιχες λέξεις των Κρι (σε διάφορες διαλέκτους) iyiniw, ininiw και ililiw, την εκδοχή iriniw των Ατικαμέκου, καθώς και τα «πάθη» του πρωτο-αλγκονκίνικου l, και χωρίς να είμαι ειδικός (δηλ. με πολλές επιφυλάξεις), θα πιθανολογούσα κάποια πρωτο-αλγκονκίνικη ρίζα *ilinw ή *iliyw ή κάπως έτσι. Η οποία, ετυμολογικά τουλάχιστον, απομακρύνεται από το εσκιμώικο inua – inuit, το οποίο σημαίνει επίσης «άνθρωπος». Αλλά όχι μόνο: στους Ινουίτ το «inua» είναι το αόρατο, εσωτερικό και προθετικό πρόσωπο («ψυχή») που υπάρχει, όχι μόνο μέσα σε όλα τα έμψυχα όντα αλλά και μέσα σε όλα, ή σχεδόν όλα, τα (άψυχα, για μας) πράγματα, ακόμα και τα πιο κοινά. Επίσης, «inua» μπορεί να έχουν τα μέρη κάποιων πραγμάτων, ή τα ξεχωριστά μέλη των ζωντανών οργανισμών, αλλά ακόμα και αφηρημένες έννοιες. Λόγω της συνωνυμίας, οι πρώτοι ερευνητές σκέφτονταν ότι κάθε πράγμα έχει μέσα του «ένα μικρό Εσκιμώο» που το κινεί. Ήταν λιγότερο άστοχο απ’ όπως ακούγεται, γιατί οι Ινουίτ σκέφτονται ότι το «inua» είναι «ο ιδιοκτήτης», ο κύριος του πράγματος, που κατοικεί μόνιμα εντός του. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εθνολόγοι υιοθέτησαν τη λέξη inua, σαν τεχνικό όρο, για αυτό το είδος του γενικευμένου ανιμισμού. Οι Ιννού, όπως και πολλοί άλλοι Ινδιάνοι, και ακόμα περισσότεροι πολιτισμοί σε όλο τον κόσμο, έχουν κι αυτοί την ιδέα μιας «ψυχής» μέσα σε ορισμένα άψυχα (για μας) πράγματα, όμως με διαφορετική ορολογία (ίσως και με κάπως διαφορετική «φιλοσοφία»;) και σίγουρα όχι με τη γενικευμένη συνέπεια των Ινουίτ. Μόνο σε λιγοστούς σιβηριανούς πληθυσμούς, πιθανολογούμενους μακρινούς συγγενείς των Ινουίτ, όπως οι Τσούκτσι, συναντάμε κάτι αντίστοιχο με τον εσκιμώικο ανιμισμό – νομίζω.
    Όσο για το γλωσσικό μας αίνιγμα, το συμπέρασμα είναι ότι οι δυο εθνοτικές ονομασίες, Ιννού και Ινουίτ, είναι οπωσδήποτε άσχετες ως προς την καταγωγή τους και η γεωγραφική γειτνίαση δύο τόσο παρόμοιων λέξεων (Ιννουάτ / Ινουίτ) είναι απλή σύμπτωση. (Η εικασία κάποιας υπόγειας τοπικής αλληλεπίδρασης, τύπου Sprachbund[4] ή όποιου άλλου, μοιάζει εντελώς ομιχλώδης.)

Κλείνω εδώ το Μέρος 1, με λίγα στοιχεία για μια καλύτερη τοποθέτηση των Ιννού στο χώρο, γεωγραφικό, γλωσσικό και πολιτικό. Ο συνολικός πληθυσμός τους σήμερα πρέπει να πλησιάζει τις τριάντα χιλιάδες, με τους «καθαυτό Νασκάπι» να είναι μόλις λίγο παραπάνω από χίλιοι – η πλειοψηφία τους ζει σε Ινδιάνικες Προστατευόμενες Περιοχές («ρεζέρβες», réserves indiennes). Μολονότι η πλειονότητα ζει σε περιοχές του ανατολικού Κεμπέκ, όλοι θεωρούν παραδοσιακή πατρίδα τους το Λαμπραντόρ (όπου ζουν περίπου τρεις χιλιάδες Ιννού):[5] είναι η Nitassinan («η γη μας») ή αλλιώς Innu-assi («χώρα των Ιννού»). Υπάρχει μάλιστα το πολιτικό αίτημα για δημιουργία Αυτόνομης Περιοχής με το όνομα Nitassinan σε τμήμα του Λαμπραντόρ (οι Ινουίτ έχουν ήδη δική τους αναγνωρισμένη Αυτόνομη Περιοχή –Nunatsiavut– στο βόρειο μέρος του Λαμπραντόρ, περίπου το ένα πέμπτο του, ενώ και οι Μετίς διεκδικούν δική τους περιοχή –NunatuKavut– στο νότο). Τέλος, η γλώσσα των Ιννού/Νασκάπι συμμετέχει σ’ ένα γλωσσικό/διαλεκτικό συνεχές (δηλ. σ’ ένα ξεχωριστό κλάδο των αλγκονκίνικων γλωσσών που θεωρείται, σε κάποιο επίπεδο, ενιαία γλώσσα), το οποίο ακολουθεί την κατεύθυνση: γλώσσες των Κρι – γλώσσα των Ατικαμέκου (οι «Têtes-de-Boules» των γάλλων αποίκων) – γλώσσα / διάλεκτοι των Ιννού (Μοντανιέ) – διάλεκτος των «καθαυτό Νασκάπι».

Οι Αφέντες των Ειδών (ή αλλιώς: Ο Στριός και ο Ατίκου-Απέο)

Ας περάσουμε όμως στον Στριό. Ένα κοινό στοιχείο στην κουλτούρα πολλών κυνηγετικών πληθυσμών είναι ο «αφέντης του είδους» (species-master), ένα πλάσμα που διευθύνει όλα τα μέλη ενός συγκεκριμένου είδους (πρόκειται συνήθως για κάποιο θήραμα με ειδική σημασία) και διαπραγματεύεται με τους κυνηγούς. Τυπικά, τους δίνει την άδεια να κυνηγήσουν θηράματα, όσα χρειάζονται, όχι όμως περισσότερα, και για αντάλλαγμα τους ζητάει να σεβαστούν κάποιους κανόνες ή ταμπού. Αν παραβιαστούν οι κανόνες, ο «αφέντης του είδους» αποσύρει ή κρύβει τα ζώα του, τα κάνει απρόσιτα εν πάση περιπτώσει, και οι κυνηγοί μένουν νηστικοί, το ίδιο και οι κοινότητές τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο «αφέντης του είδους» είναι ένα πλάσμα του είδους αυτού σε μεγέθυνση (αν μιλάγαμε για κουνέλια, θα ήταν ένας Μεγάλος Κούνελος), υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις όπου ο αφέντης μπορεί να είναι ανθρωπόμορφος – ή κάτι άλλο.

Στους Νασκάπι βλέπουμε μια σπάνια περίπτωση: ο αφέντης των ψαριών είναι μια μύγα! Αλλά όχι οποιαδήποτε μύγα. Να πούμε πρώτα-πρώτα ότι το καλοκαιρινό ψάρεμα είναι σπουδαία υπόθεση για τους Νασκάπι, στηρίζονται κατά πολύ σ’ αυτό, και τα ψάρια που κυρίως τους ενδιαφέρουν είναι ο σολομός[6] και ο μπακαλάρος (cod). Όταν λοιπόν βγαίνουν οι ινδιάνοι να ψαρέψουν σε λίμνες, λιμνοθάλασσες και ποταμόκολπους, πάνω απ’ τα νερά, καλοκαιριάτικα, υπάρχει ένα πλήθος από έντομα που τους τσιμπάνε, κι απ’ αυτά τα έντομα, το χειρότερο είναι η «μύγα της άλκης» (moosefly). Πρόκειται για ένα είδος αλογόμυγας (Tabanus affinis ή Hybomitra affinis), για να μην πούμε όμως «μύγα του αλόγου» τη «μύγα της άλκης», κι αφού στα μέρη μας δεν έχουμε άλκες, προτίμησα να την πω «στριό» (όπως λένε στα μέρη μου τις μεγάλες αλογόμυγες, με δυνητικά επώδυνο τσίμπημα). Οι Νασκάπι τη λένε «μασανάκου». Ο Μεγάλος Στριός είναι λοιπόν ο Αφέντης των Ψαριών, «εκείνος που κυβερνάει τα ψάρια» («ταπα-νάμακ νάμας»),[7] κι έχει πάρει το λειτούργημά του πολύ στα σοβαρά. Να πώς το παρουσιάζει ο ίδιος στον εθνογράφο, μέσα από το στόμα ενός ηλικιωμένου Ινδιάνου, του Ναμπεόκο (ή Μπαπτίστ Πικάρ, σύμφωνα με το καναδέζικο ληξιαρχείο) – το 1924 αυτό, ακριβώς πριν εκατό χρόνια:

«Μασανάκου λέγομαι, αυτός που είναι αφέντης του ψαριού. Τα υποστηρίζω. Σε σας τους Ινδιάνους θα προσφέρεται ψάρι, σε σας που φέρεστε όπως πρέπει δίνεται ψάρι, όχι σε κείνους που τα σπαταλούν. Εκείνος που πιάνει ψάρια και τα σπαταλάει, στο εξής δεν θα εξασφαλίζει τίποτα. Και παρόμοια, εκείνος που περιγελάει το ψάρι επειδή έχει μεγάλα μάτια, δεν θα πιάσει ψάρι. Κι εκείνος που χλευάζει τον τρόπο που είναι φτιαγμένα τα ψάρια δεν θα ευτυχήσει, γιατί δεν θα του δοθούν τα ψάρια μου. Όποιος θέλει να πιάσει ψάρια πρέπει να κάνει το σωστό, και μετά θα του δίνονται ψάρια. Επειδή είμαι αφέντης του ψαριού. Και όπως τα λέω, έτσι θα συμβεί εδώ όπως τα λέω. Εγώ ο Στριός, Μασανάκου, έτσι ονομάζομαι» (Speck, σελ. 120).[8]
   
Όταν αρχίζει το ψάρεμα, ο Μεγάλος Στριός στέλνει τους μικρούς στριούς (είναι και Αφέντης των Στριών, προφανώς!) να τσιμπήσουν τους ψαράδες – για να τους θυμίσει ποια είναι η συμφωνία τους. Από δω και πέρα, όλα εξαρτιόνται από τη διαγωγή τους: αν φερθούνε σωστά θα πιάνουν πάντα όσα ψάρια χρειάζονται, αν δείξουν ανυπακοή τούς απειλούν οι στερήσεις και η πείνα.

Αλλά βέβαια, πέρα απ’ τα ψάρια, χρειάζονται κι άλλες προμήθειες κι άλλα θηράματα. Αφήνοντας στην άκρη μερικά από αυτά (το κυνήγι της αρκούδας το βαραίνουν ιδιαίτεροι συμβολισμοί ενώ το κυνήγι του κάστορα έχει μεγάλη σημασία για κάποιες ομάδες), περνάμε αμέσως στο σπουδαιότερο θήραμα, που είναι φυσικά το καριμπού. Υπάρχει ασφαλώς Αφέντης των Καριμπού – ή, ανάλογα με την παράδοση, περισσότεροι από ένας Αφέντες των Καριμπού, les rois des caribous, όπως λέγανε οι, περισσότερο ή λιγότερο προληπτικοί, γαλλοκαναδοί κυνηγοί και παγιδευτές του παλιού καιρού, που είχαν ενημερωθεί δεόντως απ’ τους Ινδιάνους. Σε γενικές γραμμές, ο Αφέντης των Καριμπού είναι άνθρωπος, ή ήταν άνθρωπος έστω, πριν μετατραπεί σε Καριμπού-Άνθρωπο (Ατίκου-Απέο).[9] Οι τυπικές αφηγήσεις μιλάνε για κάποιο νεαρό κυνηγό (συχνά είναι ο μικρότερος αδερφός, ένα στερνοπούλι) ο οποίος, ακολουθώντας τα χνάρια ενός κοπαδιού, χρειάστηκε να κοιμηθεί έξω κι ονειρεύτηκε ένα θηλυκό καριμπού που τον κάλεσε να ζήσει μαζί τους και να γίνει ο σύζυγός της. Κι όλα γίνονται σύμφωνα με το όνειρο βέβαια, ο ανθρώπινος κυνηγός γίνεται στο εξής Ατίκου-Απέο και Αφέντης Καριμπού: ζει μαζί με τα ζώα του και τρώει ό,τι τρώνε κι αυτά, γεννάει παιδιά καριμπού κλπ. Κάποτε εμφανίζεται ντυμένος με δέρμα καριμπού ή καβαλώντας στη ράχη ενός μεγάλου αρσενικού, συνήθως όμως μπορεί να παίρνει ή να παραλλάζει κατά βούληση τη μορφή καριμπού ή τη μορφή ανθρώπου. Σημασία έχει ότι είναι στο εξής αρχηγός και προστάτης αυτών των ζώων, άρα και ο αρμόδιος για να διαπραγματευτεί με τους κυνηγούς τους. Για να μη χαθούμε όμως μέσα στις άπειρες εκδοχές των παραδόσεων και στις ιδιοτροπίες των παραλλαγών, ας ακούσουμε αμέσως το τραγούδι του Ατίκου-Απέο, που μας το τραγουδάει πάλι ο ίδιος εκείνος υποχρεωτικός γέροντας, ο Ναμπεόκο: «Το καριμπού περπάτησε πλάι μου. Μετά περπάτησα όπως περπατούσε αυτό. Μετά πήρα το μονοπάτι του. Και μετά περπάτησα σαν το καριμπού, τα χνάρια μου μοιάζανε με χνάρια καριμπού, όταν κοίταξα τις πατημασιές μου. Έτσι λοιπόν θα φροντίζω τα καριμπού. Θα μοιράζω, πράγματι, τα καριμπού. Θα τα δίνω στους ανθρώπους. Θα ξέρω πόσα να δίνω στους ανθρώπους. Θα το ξέρω αυτό. Όποιος υπακούει στις εντολές τού δίνονται καριμπού κι όποιος δεν υπακούει δεν του δίνονται. Αν ξοδεύει πολλά καριμπού, δεν μπορεί να του δίνονται καριμπού, γιατί σπαταλάει υπερβολικά πολλά για την τροφή του – [σπαταλάει] τα καλά πράγματα. Και τώρα, αφού μίλησα, θα ξέρεις για πάντα πώς είναι. Γιατί μέχρι τώρα είναι όπως είπα. Εγώ, πράγματι, είμαι Καριμπού-Άνθρωπος. Έτσι με λένε» (Speck, σελ. 81).

Και ποιο είναι λοιπόν το νόημα, η ουσία αυτών των εντολών; Πρώτα-πρώτα, καθώς η γενναιοδωρία είναι τονισμένη κοινωνική αρετή στους Ιννού, ο γενικός κανόνας λέει ότι όποιος πιάσει μεγάλο θήραμα πρέπει να το μοιραστεί με άλλους, δηλ. να προσφέρει το μισό. Στην περίπτωση του καριμπού, αυτή η εντολή είναι πιο επιτακτική και η παράβασή της (λέει ο Σπεκ) «ισοδυναμεί με αμαρτία». Ακόμα πιο σημαντικός όμως είναι ο κανόνας που αφορά την ολική κατανάλωση του θηράματος: το σώμα του νεκρού καριμπού πρέπει, αυστηρά, να χρησιμοποιηθεί ολόκληρο, το κάθε του κομμάτι – και μάλιστα απαγορεύονται οι ας πούμε ταπεινές του χρήσεις, π.χ. τα κόκαλα δεν πρέπει να δίνονται στα σκυλιά. Στην αντίθετη περίπτωση (αυτή πρέπει να είναι η σιωπηρή ιδέα πίσω από τον κανόνα), ο κυνηγός μπορεί να κατηγορηθεί από τον Αφέντη των Καριμπού ότι προκάλεσε ένα θάνατο που δεν ήταν απαραίτητος – και να τιμωρηθεί αναλόγως. Πέρα από το κρέας, το δέρμα έχει προφανώς μεγάλη χρησιμότητα (ρούχα, μοκασίνια, σκηνές, κορδόνια, ενώ από το πετσί των ποδιών φτιάχνονται βολικοί σάκοι για τρόφιμα ή θήκες για εργαλεία), αλλά πρέπει επίσης να χρησιμοποιηθούν εντελώς τα κόκαλα και τα κέρατα: για να φτιαχτούν κάθε είδους εργαλεία κυρίως, αλλά κι ένα πλήθος μικροαντικείμενα, μπαγκέτες, παιγνίδια, στολίδια ή φυλαχτά κλπ. Για καθετί άλλο, από τη γούνα ως τα σωθικά, υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος προορισμός, π.χ. από τα αυτιά του ζώου φτιάχνουν καλύμματα για να κρατούν ζεστά τα ανθρώπινα αυτιά ενώ η ουρά στολίζει το, ιδιαίτερα αγαπητό στις αρκτικές και υποαρκτικές περιοχές, παιγνίδι του βιλβοκέτου (ταπαϊκάν στην τοπική παραλλαγή και στη ντόπια γλώσσα). Κι αν τύχει να βρεθεί έμβρυο σε σκοτωμένη θηλυκιά υπάρχουν οδηγίες και γι’ αυτό – π.χ. απ’ το λεπτό του δέρμα φτιάχνουν μωρουδιακά (Speck, σελ. 89 κ.ε.).

Η εποχή μας, ποτισμένη από οικολογικά στερεότυπα, εκτιμάει ιδιαίτερα αυτή τη φροντίδα κατά της σπατάλης που δείχνουν πολλοί «τριμπαλικοί» (tribal) πολιτισμοί, που την ερμηνεύει σαν οικολογική συνείδηση: επίγνωση του ότι οι πόροι είναι περιορισμένοι κλπ. Κι είν’ αλήθεια ότι, πολύ συχνά, οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες διαχειρίζονται από μακριά (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) τα κοπάδια των θηραμάτων τους: ξέρουν πότε πρέπει να μειώσουν την πίεση για ν’ αφήσουν στα ζώα περιθώριο για να αυξηθούν κοκ. Ίσως όμως το κέντρο βάρους της σκέψης και της νοοτροπίας τους να βρίσκεται αλλού κι ίσως να μην αφορά καθόλου την ωφελιμιστική σκοπιμότητα αλλά την ηθική. Ή, για να το δούμε από μια άλλη σκοπιά, ο Ρίτσαρντ Μπούλιετ δήλωνε την ενόχλησή του για την έκφραση «κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες», επειδή υπονοεί ότι αυτές οι ανθρώπινες ομάδες «εστιάζουν τη σχέση τους με τα ζώα κυρίως σε ό,τι αφορά το μενού του δείπνου τους».[10]

Ας ξεκινήσουμε από τα λόγια του Στριού-Μασανάκου: πλάι στις συνετές συμβουλές κατά του αλόγιστου ξοδέματος των ψαριών, βλέπουμε και κάποιες άλλες, πιο παράδοξες εντολές. Ο ψαράς πρέπει να σέβεται το ψάρι, κι αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν πρέπει να το κοροϊδεύει, δεν πρέπει να «περιγελάει το ψάρι επειδή έχει μεγάλα μάτια» ή να «χλευάζει τον τρόπο που είναι φτιαγμένα τα ψάρια». Γιατί όμως υπάρχει ο κίνδυνος τα γουρλωτά μάτια του ψαριού ή το ψαρίσιο σώμα του να φαίνονται αστεία στους Ινδιάνους; Χωρίς να είμαι σίγουρος, θα έλεγα ότι εκείνο που φαίνεται «αστείο», δηλ. ασυνήθιστο, στα ψάρια είναι η διαφορά τους από το γενικό σουλούπι των υπόλοιπων, τετράποδων θηραμάτων που κυνηγούν οι Ιννού / Νασκάπι. Το τετράποδο σουλούπι, με τη σειρά του, παραπέμπει άμεσα στο ανθρώπινο σώμα με τα τέσσερα άκρα κλπ – όχι μόνο με τη γενική έννοια μιας εμπειρικής αναλογίας αλλά και με τη συγκεκριμένη έννοια μιας κουλτουρικής-ινδιάνικης αντίληψης. Οι Ιννού ξέρουν ότι τα τετράποδα είναι άνθρωποι. Στις απαρχές του κόσμου, τα διάφορα ζώα ζούσαν στις δικές τους αντίστοιχες φυλές, όπως οι άνθρωποι και χωρίς να ξεχωρίζουν από τους ανθρώπους – μόνο μετά από διάφορες συγκρούσεις και περιπέτειες υποχρεώθηκαν να καταφύγουν κάτω από την κάλυψη και το σχήμα των ζώων. Όταν ο σαμάνος απευθύνεται στα ζώα χτυπώντας το ταμπούρλο του, τους θυμίζει: «Εσείς κι εγώ φοράμε το ίδιο κάλυμμα κι έχουμε τον ίδιο νου και την ίδια πνευματική δύναμη» (Speck, σελ. 72). Κοντολογίς, αυτό που σκέφτομαι είναι ότι ο σεβασμός προς τα ψάρια, όπως τον απαιτεί ο Στριός, είναι υπενθύμιση του γεγονότος ότι και τα ψάρια είναι έμψυχα ζώα, άρα άνθρωποι.

Κι εδώ φτάνουμε στην καρδιά της τριμπαλικής νοοτροπίας απέναντι στα ζώα. Ο Μάρσαλ Σάλινς την εξηγεί μιλώντας για τη «γενική δυσχέρεια», ή την αμηχανία αν θέλετε, «στην οποία βρίσκονται όσοι ζουν σκοτώνοντας και τρώγοντας “ανθρώπους σαν και μας”». Και καθώς δεν είναι εύκολο να αλλάξουν, ή να απαλλαγούν από, αυτό το είδος βιοπορισμού, «ένα μέρος από τους πολύπλοκους κανόνες σεβασμού που αφορούν τα θηράματα […] αποσκοπεί να αφαιρέσει την υποκειμενικότητά τους, ώστε να απελευθερώσει το σώμα τους για ανθρώπινη κατανάλωση». Η «αποϋποκειμενοποίηση (desubjectification)» που αφήνει το σώμα ελεύθερο για ανθρώπινη χρήση επιχειρείται, στις διάφορες περιοχές του κόσμου, με ποικίλους και συχνά πολύπλοκους τρόπους, ή τεχνάσματα αν προτιμάτε, όμως η κλασική βορειομερικάνικη μέθοδος είναι ο απλός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα, η οποία πρόκειται να επανενσαρκωθεί σ’ ένα νέο άτομο του ίδιου είδους. Η όλη διαδικασία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του Αφέντη του Είδους ενώ ο κυνηγός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει κάποια τελετουργικά, που σκοπό έχουν να εξευμενίσουν ή να αποζημιώσουν το πνεύμα του σκοτωμένου ζώου γι’ αυτή την υποχρεωτική, μα πρόσκαιρη, παραμονή του σε κάτι σαν λίμπο του είδους (species-limbo) ή στη διαθέσιμη δεξαμενή ψυχών. Το τελικό συμπέρασμα, πάλι κατά τον Σάλινς, είναι ότι «η μεγάλη διάδοση του ανιμισμού μαρτυράει την πανταχού παρουσία του κανιβαλισμού, τουλάχιστον τη δυνατότητά του. Ο εν δυνάμει κανιβαλισμός υπήρξε το ίδιο διαδεδομένος με τον ανιμισμό στο ανθρώπινο γένος». Αυτό σημαίνει, περιέργως, ότι οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες βρίσκονται πιο κοντά, όχι στην οικολογική οπτική, αλλά μάλλον στη σκοπιά των βίγκαν (από θεωρητική άποψη τουλάχιστον), οι οποίοι «απορρίπτουν το κρέας βασισμένοι στο ίδιο επιχείρημα της προσωποσύνης (personhood) της τροφής».[11] Ο Μπούλιετ, απ’ τη μεριά του και στη δική του ορολογία, προσθέτει την παράλληλη παρατήρηση ότι οι «προοικοσιτικές» ευαισθησίες επανέρχονται, με διαφορετική μορφή, στη δική μας, «μεταοικοσιτική» εποχή (Bulliet, ό.π., σποραδικά).

Σήμερα (ή αλλιώς: Κουεσιπάν)

Το Μέρος 2, παρότι χρησιμοποιεί ενεστώτα, παρουσιάζει βέβαια την κατάσταση των Ιννού στις δεκαετίες του 1920 και 1930, όπως την έχουν καταγράψει οι εθνολόγοι. Ο Ναμπεόκο, ο γέρος που μίλησε για λογαριασμό του Στριού και που τραγούδησε για τον Ατίκου-Απέο, πριν εκατό χρόνια, ήταν από μια κοινότητα του Σετ-Ιλ, που οι Ινδιάνοι το λένε Ουάσατ, «Μέγας Όρμος». Εκεί, στο Ουάσατ γεννήθηκε, το 1987, η Ναομί Φοντέν, η γνωστότερη μάλλον ιννού συγγραφέας, κι εκεί στο Ουάσατ ζει σήμερα. Το ελαφρώς παράξενο είναι ότι εκδόθηκε, πρόπερσι, ένα βιβλίο της στα ελληνικά: Κουεσιπάν. Είναι η σειρά σου.[12] Πρόκειται για μια, σε ποιητικό λόγο, αποτύπωση της ζωής στις σημερινές κοινότητες των Ιννού, μέσα από πολλά, μικρά και κοφτά, κείμενα που απεικονίζουν σκηνές, στιγμιότυπα, σκέψεις της καθημερινής ζωής, κάτι σαν γραφτό ντοκιμαντέρ.[13] Παρότι οι ζοφερές όψεις της σημερινής ινδιάνικης πραγματικότητας διόλου δεν κρύβονται, το κείμενο δεν ξεπέφτει ποτέ στο μοιρολόι και σίγουρα δεν εκλιπαρεί τον οίκτο, ενώ υπογραμμίζεται η διφορούμενη σχέση με την παράδοση, «που δελεάζει και τρομοκρατεί».

«Θα ήθελε να κάνει κάτι περισσότερο από το να περιμένει την επιταγή την πρώτη του μήνα […] Λένε πως κάποτε οι άνδρες έφευγαν κυνήγι για βδομάδες και γύριζαν στις γυναίκες τους με κρέας για μήνες. Λέγεται πως όταν πήγαινε καλά το ψάρεμα, γίνονταν γλέντια κάθε βράδυ απ’ τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβρη. Ο άνδρας, ακόμα κι απών για μεγάλα διαστήματα, ήταν αφέντης του σπιτιού του ή της σκηνής του. Λένε πως αυτοί οι άνδρες απολάμβαναν κάθε επιστροφή με τη βεβαιότητα της αποστολής που εκπληρώθηκε, με το πάθος και την αυστηρότητα που δίνει το ανδρικό αίσθημα περηφάνιας να είσαι όχι μόνο κουβαλητής αλλά και στοργικός οικογενειάρχης.
    Κανένας δεν του είπε με ποιον τρόπο θα μπορούσε σήμερα να ’ναι σαν κι αυτούς». (Fontaine, σελ. 67-68)

«Εκατοντάδες διασχίζουν τη γραμμή. Στημένες σκηνές, άνδρες, λίγες γυναίκες. Τη γραμμή που τους απαγόρευσαν να διασχίζουν, σάμπως η φύση με τους τέλειους νόμους της να είχε οριοθετήσει τα σύνορα της επιβίωσης. Οι οικολόγοι φοβούνται την εξαφάνιση των καριμπού. Από τα κοπάδια των νομάδων, που σταματούν μόνο για να ξαναφύγουν. Οι Ιννού φοβούνται για τους δικούς τους. Παρά τις προτεινόμενες διευκολύνσεις δεν σταμάτησαν ποτέ να διασχίζουν τις παγωμένες λίμνες για να προσφέρουν στις οικογένειές τους φρέσκο κρέας.
    Από σεβασμό αφήνουν το ζώο για μια ολόκληρη νύχτα, να πεθάνει με την ησυχία του. Την άλλη μέρα οι άνδρες κόβουν τα πόδια, το κεφάλι και τα πλευρά του καριμπού. Φυλάνε το δέρμα για τους τεχνίτες που θα το μαλακώσουν. Θα φτιάξουν τσάντες, μοκασίνια, ταμπούρλα. Οι γυναίκες κόβουν σε μικρές μερίδες τα μεγάλα κομμάτια που τους φέρνουν οι άνδρες. Συντηρούν με προσοχή τα κόκαλα. Αργότερα θα τα βράσουν για να βγάλουν το μεδούλι και το λίπος. Όταν κρυώσει αυτό το λίπος, πάνω στο ψωμί, γίνεται ανάρπαστη λιχουδιά στις μεγάλες γιορτές. Σε λίγο, σε πολλά σπίτια οι καταψύκτες θα γεμίσουν με κρέας atiku.
   
Τα χρόνια που πέρασε σαν κυνηγός, του έμαθαν το ένστικτο. Λέει, χωρίς αλαζονεία, σαν υπόσχεση: είναι γραμμένο εδώ, στο αίμα μας. Θα βρούμε το καριμπού, όπου κι αν βρίσκεται». (Fontaine, σελ. 103-104)

«Οι ανυπόταχτοι πεισμώνουν και τα βάζουν με την εξουσία: μάχονται για να μεγαλώσουν τη σάρκα απ’ τη σάρκα τους. Να την αναθρέψουν, να γίνουν άνδρες, γυναίκες, ένα έθνος που θα τους μοιάζει, που δεν θα εξουσιάζει, θα εξακολουθεί να υπάρχει, που θα ζήσει.
    Ο γέροντας με το άσπρο δέρμα φόρεσε τα φτερά του και τα πολύχρωμα ρούχα του. Και τα μοκασίνια του, που τον κάνουν Ινδιάνο. Με την πίπα της ειρήνης στο χέρι θα πάει να διαπραγματευτεί με τον αρχηγό του Κράτους». (Fontaine, σελ. 80)

tetartoskosmos@gmail.com

σημειώσεις

[1] Με την αξιοσημείωτη μετανάστευση αθαμπάσκικων ομάδων, στους ιστορικούς χρόνους (μετά το 1000 μ.Χ.), στις σημερινές νότιες Ηνωμένες Πολιτείες – μαζικότερες και γνωστότερες περιπτώσεις οι Ναβάχο και οι Απάτσι.

[2] Η schismogenesis, όπως την όρισε ο Gregory Bateson τη δεκαετία του 1930, είναι η επιτούτου διαφοροποίηση μιας ομάδας από μια άλλη, συνήθως γειτονική, ας πούμε για ταυτοτικούς λόγους – για να ξεχωρίζουμε Εμείς από Αυτούς. Αν οι Άλλοι φοράνε στρογγυλά καπέλα, Εμείς υιοθετούμε τετράγωνα καπέλα κοκ. Υπάρχουν χίλια παραδείγματα στον κόσμο, ενώ η σχισμογένεση βρίσκει πάμπολλες εφαρμογές και σε άλλους χώρους, πέρα από την παραδοσιακή εθνολογία.

[3] Όπως διηγούνται το ανέκδοτο αυτό οι Γκρέμπερ και Γουένγκροου (που προσθέτουν την παρατήρηση: «Οι πολιτισμοί, ουσιαστικά, είναι δομές άρνησης»), στο David Graeber & David Wengrow, Η αυγή των πάντων. Μια καινούρια ιστορία της ανθρωπότητας, μτφ. Χριστόδουλος Λιθαρής, Διόπτρα, 2023, σελ. 220.

[4] Sprachbund: Αφανής σύγκλιση ανάμεσα σε γενετικά άσχετες γλώσσες, κυρίως σε γραμματικό-συντακτικό επίπεδο, λόγω στενών επαφής στην ίδια γεωγραφική περιοχή – με διάσημη τη βαλκανική Sprachbund.

[5] Η Επαρχία της Νέας Γης και του Λαμπραντόρ (Newfoundland and Labrador ή Terre-Neuve-et-Labrador) αποτελείται από το νησί της Νέας Γης (που συγκεντρώνει το 94% του πληθυσμού) και το εξαιρετικά αραιοκατοικημένο, χερσαίο Λαμπραντόρ (μόλις 26.655 κάτοικοι στην τελευταία απογραφή του 2021). Οι αυτόχθονες συνολικά (Ινουίτ, Μετίς και Ιννού) πρέπει να είναι λίγο πάνω από το 30% του πληθυσμού αυτού, δηλ. περίπου έντεκα ως δώδεκα χιλιάδες.

[6] «Υπάρχουν δυο ειδών σολομοί: ο utshashumeku, που αφού φτάσει στη θάλασσα, ανεβαίνει ζωηρά το ποτάμι, είναι χοντρός κι η γεύση του έχει την αλμύρα των κυμάτων κι ο pipunamu, που δεν βγαίνει ποτέ από το γλυκό νερό. Αυτός είναι μικρός και ξεγελιέται εύκολα με το δόλωμα» (N. Fontaine, Kuessipan, σελ. 95 – για το βιβλίο αυτό βλ. υποσημ. 12 και γενικά Μέρος 3).

[7] Η απόδοση των ινδιάνικων λέξεων είναι, εννοείται, προσεγγιστική και απλουστευμένη. Επίσης, δεν σημειώνονται οι πολλές διαλεκτικές παραλλαγές κλπ.

[8] Frank G Speck, Naskapi: The Savage Hunters of the Labrador Peninsula [1935], University of Oklahoma Press, 1977. Σχεδόν όλα τα στοιχεία του Μέρους 2 αντλούνται από αυτή την κλασική εθνογραφία.

[9] Η λέξη των Ιννού για το ζώο αυτό, ατίκου, αν και απομακρυσμένη, δεν πρέπει να είναι εντελώς άσχετη με το καλίπου των (επίσης Αλγκονκίνων) Μίκμακ, η οποία έδωσε στα γαλλικά τη λέξη καριμπού. Η κατά λέξη σημασία, στα Μίκμακ τουλάχιστον, είναι «χιονοσκαφτιάς» (για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο το ζώο αναζητάει τροφή κάτω απ’ το χιόνι).

[10] Richard W. Bulliet, Κυνηγοί, βοσκοί και χάμπουργκερ. Το παρελθόν και το μέλλον των σχέσεων μεταξύ ανθρώπων και ζώων, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012, σελ. 125. Ο Μπούλιετ πιστεύει ότι οι σχέσεις ανθρώπων-ζώων ήταν πολύ λιγότερο επικεντρωμένες στην τροφοπαραγωγή (ή την τροφοσυλλογή) και απλωνόταν στην κοινωνική, αισθητική και πνευματική ζωή αυτών των κοινωνιών: βλ. κυρίως κεφ. 4.

[11] Marshall Sahlins (με την αρωγή του Frederick B. Henry Jr:), The New Science of the Enchanted Universe. An Anthropology of Most of Humanity, Princeton University Press, 2022, σελ. 84 και 87.

[12] Naomi Fontaine, Kuessipan. Είναι η σειρά σου [2017], μετάφραση & επίμετρο Πατρίσια Μπόνου, Πλήθος, 2022.

[13] Ωστόσο η εμπνευσμένη από το βιβλίο ομώνυμη ταινία, με σκηνοθέτρια τη Myriam Verreault, αναδεικνύει περισσότερο το στοιχείο της «πλοκής», που μόλις και υποδηλώνεται, αν τυχόν, στο βιβλίο.

Εικονογράφηση: Ένα καριμπού του (ojibwe) Eddy Cobiness, από την εικονογράφηση του (chipewyan) John Rombough στο βιβλίο του (cree) Tomson Highway Ateek Oonagamoon (Το τραγούδι του καριμπού), καριμπού του (oji-cree) Carl Ray, χιονοπέδιλα (asham), έλκηθρο τομπογκάν (shumin-utapanashku), κατασκευή χιονοπέδιλων (κάπου στα μέσα του 20ού αιώνα), Ο κυνηγός του (ojibwe) Norval Morrisseau, καμάκι (uashuakanashku), τρεις κάρτες με Ινδιάνους του Λαμπραντόρ (μέσα 19ου αιώνα), το παιγνίδι tapaikan, κυνηγητικό μαχαίρι (mukutakan), ακόντιο (shimakan), κούκλα (innikueu), τρεις πίνακες της (innu) ζωγράφου Mary Ann Penashue, άλλο ένα tapaikan, σημαία του Innu Nation.